Το πιο επικίνδυνο δεν είναι η μεγάλη κρίση που έρχεται σαν κεραυνός, αλλά η μικρή φθορά που μπαίνει ύπουλα στην καθημερινότητά μας. Δεν μας ταράζει, δεν μας ξεβολεύει απότομα· απλώς κάθε μέρα μάς πείθει ότι «έτσι είναι τα πράγματα». Και κάποια στιγμή ξυπνάμε σε μια πραγματικότητα που ούτε επιλέξαμε ούτε αντέχουμε.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι θεωρητικό. Το ζούμε στην πολιτική, στην οικονομία, ακόμη και στις κοινωνικές μας σχέσεις. Όταν δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την ακρίβεια, την ασφυκτική γραφειοκρατία, την κατάρρευση θεσμών και αξιών, δεν σημαίνει πως τα εγκρίνουμε. Σημαίνει όμως ότι παραιτούμαστε από το δικαίωμα να τα αλλάξουμε. Κι εκεί είναι η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην προσαρμογή και στην παραίτηση.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι μεγάλες ανατροπές έρχονται όχι όταν οι άνθρωποι «δεν αντέχουν άλλο», αλλά όταν συνειδητοποιούν ότι έχουν μάθει να ζουν με το δυσβάσταχτο. Όσο αφήνουμε την πραγματικότητα να μας εκπαιδεύει στην ανοχή, τόσο στενεύει το περιθώριο της αντίδρασης.
Σήμερα βρισκόμαστε ξανά σε αυτή τη σιωπηλή μετάβαση. Οι αγορές, τα κράτη, οι πολιτικές δυνάμεις, κινούνται σε ένα περιβάλλον όπου οι κανόνες συνεχώς αλλάζουν. Η συμμετοχή μας συρρικνώνεται, οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κλειστά δωμάτια και η κοινωνία μαθαίνει να λέει «ας μην ταράζουμε τα νερά». Μα αν δεν ταράξουμε εμείς τα νερά, θα μας καταπιεί το ρεύμα.
Το ζητούμενο δεν είναι να τρομοκρατηθούμε, ούτε να υιοθετήσουμε τον ρόλο του μόνιμου καταγγέλλοντος. Είναι να ξαναβρούμε το θάρρος της μικρής, καθημερινής αντίστασης: να απαιτούμε διαφάνεια και αξιολόγηση, να αμφισβητούμε το «δεν γίνεται αλλιώς», να μην συνηθίζουμε την αδικία. Γιατί ό,τι δεν αμφισβητείται, παγιώνεται.
Η σιωπή και η συνήθεια είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί μιας ζωντανής κοινωνίας. Και σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε: θα συνεχίσουμε να προσαρμοζόμαστε μέχρι να μην αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ή θα τολμήσουμε να χαλάσουμε την «ηρεμία» της σταδιακής παρακμής;
