Πώς φτάσαμε από το «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» που ευαγγελιζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ στο σπριντ προς την πιστοληπτική αναβάθμιση που επιτυγχάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

 

Γράφει ο Αρης Διάκος

 

Ηταν Ιανουάριος του 2015. Ο Γιάνης Βαρουφάκης υποδέχεται στην οδό Νίκης –έδρα του υπουργείου Οικονομικών– τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ. Ο κ. Βαρουφάκης, μένοντας πιστός στις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, είπε στον πρόεδρο του Eurogroup ότι η Ελλάδα δεν θα συνεργαστεί με την τρόικα, αλλά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τα λόγια του πάγωσαν τον κ. Ντάισελμπλουμ, ο οποίος δεν προχώρησε σε οποιοδήποτε σχόλιο, ύστερα από αυτήν τη δήλωση του Ελληνα υπουργού.

Το αυτάρεσκο ύφος του υπουργού και το παγωμένο πρόσωπο του εκπροσώπου του Eurogroup ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας. Η αρχή ενός οικονομικού και πολιτικού θρίλερ που ξεπερνούσε τα όρια της χώρας και καθιστούσε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης, πιθανή την αποβολή χώρας από την ευρωζώνη και κατ’ επέκταση από την Ευρώπη: της Ελλάδας.

Ηταν η εποχή που βαφτιζόταν η τρόικα «θεσμοί», που ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεινε τις τράπεζες, η εποχή που για να λειτουργήσει η χώρα έφταναν τα χρήματα στο αεροδρόμιο μέσα σε βαλίτσες. Κάτι σαν χρηματαποστολή. Η χώρα οδηγείτο στα βράχια. Είχε ήδη φτωχύνει και παρ’ όλα αυτά απειλούσε.

Ηταν, όμως, και η εποχή που αρκετοί εντός της κυβέρνησης διαφωνούσαν με τον κ. Βαρουφάκη και τον Αλέξη Τσίπρα και ζητούσαν άμεσα την υπογραφή μνημονίου. Δεν εισακούστηκαν τότε με συνέπειες τραγικές για τη χώρα. Κάτι που πραγματοποιήθηκε αρκετούς μήνες αργότερα και ύστερα από το δημοψήφισμα-παρωδία.

«Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η εμπιστοσύνη χάθηκε εντελώς», δήλωνε ο κ. Ντάισελμπλουμ, στις 6 Σεπτεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, για να προσθέσει με νόημα ότι «ως εκ τούτου αυτό που θέλουμε τώρα είναι μία σοβαρή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις με σοβαρότητα και θα επιτύχει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, κάτι που θεωρώ ότι είναι το βασικό σημείο… Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, των παραγωγών, των επενδυτών, αυτό είναι το κλειδί». Μερικά χρόνια αργότερα αποκάλυπτε πως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε καταστρώσει σχέδιο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη!

Από το 2015 μέχρι και το 2019 πολλά άλλαξαν. Η χώρα εισήλθε σε ένα από τα χειρότερα μνημόνια που είχε υπογράψει με ιδιαίτερα δυσμενείς όρους και με εγκλωβισμό όλης της δημόσιας περιουσίας για 60 χρόνια. Οι ίδιοι άνθρωποι που θέλησαν να διαγράψουν το χρέος με έναν νόμο και ένα άρθρο αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τη σκληρή πραγματικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο κ. Τσίπρας δήλωνε, στο τέλος της τετραετίας, πως «σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ιστορικής σημασίας έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Στις 21 Αυγούστου του 2018, ο ελληνικός λαός έπειτα από μια πρωτοφανή οκταετή περιπέτεια λιτότητας, ηθικής και οικονομικής απαξίωσης, έφτασε επιτέλους στην Ιθάκη», τόνιζε με ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, υπογράμμιζε μάλιστα ότι «οι θυσίες έπιασαν τόπο. Αυτό που δεν κατάφεραν τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις των κομμάτων της κρίσης, το κατάφερε η κυβέρνηση της Αριστεράς».

Σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωνε πως «δεν ανησυχώ για τις εκλογές, ανησυχώ για το τι θα παραλάβουμε. Εχω παραλάβει ξανά καμένη γη, ενώ εμείς παραδώσαμε 37 δισ. ευρώ στα ταμεία, με ρυθμισμένο το χρέος και τη χώρα έξω από τα μνημόνια»!

Η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται πάνω στη βάση της εξόδου από τα μνημόνια. Το χειρότερο εκ των οποίων φέρει την υπογραφή του κ. Τσίπρα. Οπως και τα πλεονάσματα φέρουν τη διάλυση της μέσης οικογένειας στην Ελλάδα, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας. Και σήμερα, πλέον, η χώρα οδεύει προς τον εθνικό στόχο της πιστοληπτικής αναβάθμισης. Εναν στόχο με τον οποίο συμφωνεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεχόμενος, δηλαδή, τον ρόλο των συγκεκριμένων διεθνών οίκων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οπως σημείωναν και διεθνείς οικονομικοί κύκλοι, «η Ελλάδα άρχισε να ισορροπεί όταν αποφάσισε να σεβαστεί τους διεθνείς κανόνες. Οι επενδυτές δεν επιθυμούν καταστάσεις εντάσεων και απορρυθμίσεων. Οι αξιολογήσεις πραγματοποιούνται και με κριτήρια πολιτικού κλίματος. Η υλοποίηση των στόχων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο μιας πιστοληπτικής αναβάθμισης. Και οι επενδύσεις, στήριξη της οικονομίας».

Είναι σαφές πως οι εκλογές θα διεξαχθούν και με βάση την αναβάθμιση της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια ανάλογη προοπτική θα αποτελέσει το πράσινο φως για τους επενδυτές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Και, όπως τόνιζε μεγάλος οικονομικός παράγοντας, «η διαφορά ανάμεσα στο “αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες” και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας είναι τεράστια».