Σήμερα είχε κληθεί να καταθέσει σήμερα ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής ο διαβόητος «φραπές» εκ Κρήτης για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ωστόσο ο ίδιος αποφάσισε να μην εμφανιστεί, υποστηρίζοντας ότι «έχει διαρρεύσει στα ΜΜΕ πλήθος εγγράφων, τα οποία με αναφέρουν ως κατηγορούμενο ή ύποπτο για σωρεία αδικημάτων σχετικά με το υπό εξέταση θέμα, χωρίς να έχω πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα και φερόμενα ως στοιχεία», και πως «η μαρτυρική μου κατάθεση ενώπιον της Επιτροπής, η οποία θα προβληθεί δημοσίως, θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε παραβίαση του δικαιώματός μου σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης σύμφωνα με την προπαρατιθέμενη νομολογία του ΕΔΔΑ».
Με πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, η εξεταστική επιτροπή αποφάσισε τη διαβίβαση του υπομνήματος του «Φραπέ» στον εισαγγελέα, προκειμένου να διερευνηθούν όλα τα τυχόν αδικήματα που έχει τελέσει. Υπέρ της πρότασης τάχθηκε μόνο η Νέα Δημοκρατία, ενώ η αντιπολίτευση αποχώρησε από τη σχετική ψηφοφορία σε ένδειξη διαμαρτυρίας, καταγγέλλοντας την ΝΔ για «συμπαιγνία» και «προσυνεννόηση» με τον μάρτυρα. Ήταν σωστή ή λάθος η πρόταση; Θα το κρίνει ο Εισαγγελέας.
Αφήνω ασχολίαστα πραγματικά περιστατικά και την υπαγωγή τους στους νομικούς κανόνες. Το μείζον είναι άλλο: Η διαδικασία εξέτασης μιας υπόθεσης ενώπιον εξεταστικής επιτροπής, όπως και οποιασδήποτε ανακριτικής διαδικασίας, οφείλει να καταλήγει στην αλήθεια. Τι έγινε, πώς έγινε, ποιος το έκανε. Δυστυχώς, οι εξεταστικές επιτροπές αντιμετωπίζονται διαχρονικά από τα κόμματα ως ευκαιρίες για φθηνό πολιτικό show. Το δε αποτέλεσμα της εξεταστικής διαδικασίας αποφασίζεται ψηφοφορία, δηλαδή με βάση τους κανόνες της πλειοψηφίας. Αυτό από μόνο του είναι μια ακόμη ευκαιρία για «καταγγελτικό λόγο».
Πού καταλήγουμε; Θα ήταν ευχής έργον να καταλήγαμε στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Δυστυχώς, τέτοιου είδους διαδικασίες μας πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω από το αρχικό σημείο, βαθαίνουν την κρίση στους θεσμούς και διαρρηγνύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα και την (όποια) αποτελεσματικότητά του.