«Και μετά η Ελλάδα κατέρρευσε…». Με αυτή τη φράση ανοίγει ο Μπαράκ Ομπάμα το κεφάλαιο για την Ελλάδα και την οικονομική κρίση του 2009 – 2010 στα απομνημονεύματα της προεδρικής οκταετίας του (υπό τον τίτλο «Γη της Επαγγελίας»), που παρουσίασαν κατ’ αποκλειστικότητα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» λίγο πριν από την παγκόσμια κυκλοφορία τους.
Δεν αποτελεί έκπληξη η ενότητα για το ελληνικό ζήτημα στην πολυσέλιδη αποτίμηση της δικής του θητείας, όχι μόνο επειδή ο Λευκός Οίκος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στο σχέδιο της ελληνικής διάσωσης, μέσα σε ένα δραματικό σκηνικό, αλλά και γιατί το οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας και ο κίνδυνος μιας άτακτης χρεοκοπίας είχε σημαντικές επιπτώσεις και στο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, το 2008, και το ντόμινο που ακολούθησε. Αυτή την κρίση, άλλωστε, είχε κληθεί να διαχειρισθεί ο Ομπάμα τούς πρώτους μήνες της θητείας του, αλλά όπως ο ίδιος αναφέρει, η ελληνική κρίση παρέτεινε σε έναν βαθμό και την προβληματική κατάσταση για την αμερικανική οικονομία. «Για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου έτους της προεδρίας μου, ήμασταν μέσα στο βαρέλι» σημειώνει.
Στο κεφάλαιο 22 που είναι αφιερωμένο στο ελληνικό ζήτημα, ο 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσιάζει το δραματικό παρασκήνιο και τις πολύμηνες διαβουλεύσεις του Λευκού Οίκου με τους Ευρωπαίους για να βρεθεί μια λύση που θα καθιστούσε το ελληνικό χρέος διαχειρίσιμο, θεωρώντας ουσιαστικά ότι ήταν η αμερικανική παρέμβαση εκείνη που απενεργοποίησε τη βόμβα της Ελλάδας, αφού πρώτα αυτή είχε συμβάλει στην κατακρήμνιση του αμερικανικού Χρηματιστηρίου. Ακόμη αποκαλύπτει τις δικές του συζητήσεις για το ελληνικό πρόβλημα, όπως και του τότε αμερικανού υπουργού Οικονομικών Τιμ Γκάιτνερ, με τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, τον τότε γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, αλλά και τον τότε γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και καθιστά σαφές ότι, σε αντίθεση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, ο ίδιος έβλεπε εξαρχής την κρίση χρέους της Ελλάδας ως γεωστρατηγικό πρόβλημα και όχι απλώς ως οικονομικό.
Είναι στη φύση της πολιτικής, και οπωσδήποτε της προεδρίας, να έρχονται καμιά φορά τα πράγματα ανάποδα – όταν, λόγω ενός ανόητου λάθους, μιας απρόβλεπτης εξέλιξης, μιας σωστής αλλά αντιδημοφιλούς απόφασης ή της επικοινωνιακής αποτυχίας, τα πρωτοσέλιδα γίνονται καυστικά και η κοινή γνώμη σε βρίσκει ανεπαρκή. Συνήθως, αυτό κρατάει μια δυο εβδομάδες, ίσως έναν μήνα, μέχρι να κουραστεί ο Τύπος να σε καταχερίζει, είτε επειδή διόρθωσες το πρόβλημα, είτε επειδή εξέφρασες μεταμέλεια, είτε επειδή κέρδισες μια άλλη νίκη, είτε επειδή κάτι που θεωρείται πιο σημαντικό σε εξοβελίζει από την πρώτη σελίδα.
Αν όμως η δύσκολη φάση κρατήσει κάμποσο, μπορεί να βρεθείς μέσα σε μια τρομακτική κατάσταση, όπου τα προβλήματα συσσωρεύονται κι έπειτα παγιώνονται σε ένα ευρύτερο αφήγημα σχετικά με εσένα και την προεδρία σου. Τα αρνητικά δημοσιεύματα δεν σταματάνε, πράγμα που οδηγεί σε πτώση της δημοτικότητάς σού. Οι πολιτικοί σου αντίπαλοι μυρίζονται αίμα και αρχίζουν να σε κυνηγούν ακόμη πιο μανιασμένα, ενώ οι σύμμαχοι δεν σπεύδουν να σε στηρίξουν. Ο Τύπος αρχίζει να σκαλίζει για να βρει κι άλλα προβλήματα μέσα στην κυβέρνησή σου, για να επιβεβαιώσει την αίσθηση ότι αντιμετωπίζεις πολιτικό πρόβλημα. Ώσπου – σαν κάτι παράτολμους κουφιοκεφαλάκηδες που πηδούσαν παλιά στον Νιαγάρα κλεισμένοι μέσα σε ένα βαρέλι – βρίσκεσαι κι εσύ παγιδευμένος να παραδέρνεις στα ορμητικά νερά, μωλωπισμένος και ζαλισμένος, να μην ξέρεις πού είναι το πάνω και πού το κάτω, αδύναμος να σταματήσεις την πτώση πια, περιμένοντας απλώς να φτάσεις κάτω και ελπίζοντας, παρά τα φαινόμενα, ότι θα βγεις τελικά ζωντανός.
Για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου έτους της προεδρίας μου, ήμασταν μέσα στο βαρέλι.
Το είχαμε δει να έρχεται, βέβαια, ειδικά μετά το «καλοκαίρι του Τσαγιού» και τον σαματά γύρω από τον νόμο για την υγειονομική ασφάλιση. Τα ποσοστά αποδοχής μου, τα οποία είχαν παραμείνει σχετικά σταθερά κατά τους πρώτους έξι μήνες της προεδρίας μου, κατρακυλούσαν όλο το φθινόπωρο. Τα δημοσιεύματα στον Τύπο γίνονταν πιο επικριτικά, σε ζητήματα τόσο ουσιαστικά {όπως η απόφασή μου να στείλω κι άλλους στρατιώτες στο Αφγανιστάν) όσο και παράδοξα (όπως ήταν η περίπτωση των Σαλάχι, ενός ζευγαριού που ανελισσόταν στους κοινωνικούς κύκλους της Ουάσινγκτον, οι οποίοι βρήκαν τρόπο να μπουν χωρίς πρόσκληση σε ένα επίσημο δείπνο και να φωτογραφηθούν μαζί μου).
Ο βομβιστής με το εσώρουχο
Ούτε στις διακοπές μειώθηκαν τα προβλήματά μας. Ανήμερα τα Χριστούγεννα, ένας νεαρός Νιγηριανός ονόματι Ουμάρ Φαρούκ Αμπντουλμουταλάμπ είχε προσπαθήσει να ανατινάξει μια πτήση της Northwest Airlines από το Άμστερνταμ στο Ντιτρόιτ με εκρηκτικά που είχε ραμμένα στο εσώρουχό του. Η τραγωδία είχε αποφευχθεί μόνο επειδή ο εκρηκτικός μηχανισμός δεν δούλεψε- βλέποντας καπνούς και φλόγες να βγαίνουν κάτω από την κουβέρτα του επίδοξου τρομοκράτη, ένας επιβάτης τον είχε ακινητοποιήσει και οι συνοδοί έσβησαν τις φλόγες, κι έτσι το αεροπλάνο προσγειώθηκε ασφαλώς. Έχοντας μόλις αφιχθεί στη Χαβάη για δεκαήμερες διακοπές, που τις είχα πολλή ανάγκη, πέρασα το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων ημερών στο τηλέφωνο, μιλώντας με το επιτελείο εθνικής ασφάλειας και με το FBI, προσπαθώντας να μάθω ποιος ήταν αυτός ο Αμπντουλμουταλάμπ, για ποιους δούλευε, και γιατί ούτε η ασφάλεια του αεροδρομίου ούτε και η δική μας λίστα υπόπτων για τρομοκρατία δεν τον είχαν εμποδίσει να πάρει ένα αεροπλάνο με προορισμό τις ΗΠΑ.
Αυτό που κακώς δεν έκανα εκείνες τις πρώτες εβδομήντα δύο ώρες, ωστόσο, ήταν να ακούσω το ένστικτό μου, που μου έλεγε να βγω στην τηλεόραση, να εξηγήσω στον αμερικανικό λαό τι είχε συμβεί και να τον διαβεβαιώσω ότι τα ταξίδια εξακολουθούσαν να είναι ασφαλή. Το επιτελείο μου είχε ένα λογικό επιχείρημα υπέρ της αναμονής: Είναι σημαντικό, έλεγαν, να έχει ο Πρόεδρος όλα τα δεδομένα προτού κάνει δημόσιες δηλώσεις. Όμως, η δική μου δουλειά δεν ήταν απλώς να διαχειρίζομαι τις κρατικές υπηρεσίες ή να εξασφαλίζω τα ακριβή δεδομένα. Η κοινή γνώμη συχνά περιμένει από τον Πρόεδρο να της εξηγήσει έναν δύσκολο και συχνά τρομακτικό κόσμο. Αντί να εκληφθεί ως φρόνηση, η απουσία μου από τους τηλεοπτικούς δέκτες έδινε την εντύπωση ότι ήμουν αδιάφορος, και σύντομα αρχίσαμε να δεχόμαστε πυρά από όλο το πολιτικό φάσμα, με τους λιγότερο ευμενείς σχολιαστές να λένε ότι με ενδιέφεραν πιο πολύ οι τροπικές διακοπές μου από την ασφάλεια της πατρίδας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η συνήθως ψύχραιμη υπουργός μου Εσωτερικής Ασφάλειας, η Τζάνετ Ναπολιτάνο, έκανε μια στιγμιαία γκάφα σε κάποια τηλεοπτική συνέντευξη, λέγοντας, όταν ρωτήθηκε πού είχε παρουσιαστεί το κενό ασφαλείας, ότι «το σύστημα δούλεψε καλά».
Ο κακός χειρισμός της υπόθεσης του «βομβιστή με το εσώρουχο» έδινε τροφή στις κατηγορίες των Ρεπουμπλικάνων ότι οι Δημοκρατικοί ήταν ανεκτικοί απέναντι στην τρομοκρατία, δένοντάς μου τα χέρια σε ζητήματα όπως το κλείσιμο του κέντρου κράτησης στο Γκουαντάναμο. Και όπως συνέβη και με τις άλλες γκάφες και τα λάθη από την απροσεξία μας εκείνη την πρώτη χρονιά, συνέβαλε και αυτό ασφαλώς στην πτώση μου στις δημοσκοπήσεις. Αλλά σύμφωνα με τον Αξ, ο οποίος περνούσε τις μέρες του μελετώντας στοιχεία, ταξινομημένα κατά κόμμα, ηλικία, φυλή, φύλο, γεωγραφική περιφέρεια και Κύριος οίδε τι άλλο, η πολιτική μου κατρακύλα καθώς πηγαίναμε προς το 2010 μπορούσε να αποδοθεί σε έναν δεσπόζοντα παράγοντα.
Η οικονομία είχε ακόμη τα χάλια της.
Τα οικονομικά δεινά τις χώρας
Στα χαρτιά, τα έκτακτα μέτρα μας – μαζί με τις παρεμβάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας – έδειχναν να έχουν αποτέλεσμα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε σταθεί στα πόδια του και οι τράπεζες είχαν μπει σε τροχιά φερεγγυότητας. Οι τιμές των κατοικιών, αν και ακόμη πολύ χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα, είχαν τουλάχιστον σταθεροποιηθεί προσώρας, και οι πωλήσεις αυτοκινήτων είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Χάρη στον Νόμο για την Οικονομία, οι δαπάνες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων είχαν ελαφρώς ανακάμψει, ενώ πολιτείες και δήμοι είχαν επιβραδύνει (αλλά δεν είχαν σταματήσει) τις απολύσεις δασκάλων, αστυνομικών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, είχαν ξεκινήσει μεγάλα έργα, αρχίζοντας να μαζεύουν τα μπάζα από την κατάρρευση του κατασκευαστικού τομέα. Ο Τζο Μπάιντεν και ο Ρον Κλάιν, ο επιτελάρχης του και ο άνθρωπος που με προετοίμαζε προεκλογικά για τα ντιμπέιτ, είχαν κάνει εξαιρετική δουλειά στην επίβλεψη της ροής των κονδυλίων, με τον Τζο να αφιερώνει συχνά ώρες για να παίρνει τηλέφωνα και να κατσαδιάζει πολιτειακούς ή τοπικούς αξιωματούχους των οποίων τα προγράμματα είχαν καθυστερήσει ή είχαν ανεπαρκή τεκμηρίωση. Ο οικονομικός έλεγχος έδειξε ότι, χάρη στις δικές τους προσπάθειες, μόνο 0,2 τοις εκατό των κονδυλίων του Νόμου για την Οικονομία είχαν δαπανηθεί πλημμελώς – μια στατιστική που ίσως θα ζήλευαν ακόμη και οι πιο αποδοτικές εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, δεδομένου του ύψους των ποσών και του αριθμού των προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν.
Παρ’ όλα αυτά, για τα εκατομμύρια των Αμερικανών που αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις της κρίσης, τα πράγματα φαίνονταν χειρότερα, όχι καλύτερα. Εξακολουθούσαν να κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Οι οικονομίες τους εξανεμίζονταν, αν δεν είχαν ήδη εξαντληθεί. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλα ήταν ότι εξακολουθούσαν να μην μπορούν να βρουν δουλειά.
Ο Λάρι Σάμερς με είχε προειδοποιήσει ότι η ανεργία είναι «υστερούμενος δείκτης»: οι εταιρείες κατά κανόνα δεν αρχίζουν να απολύουν παρά μερικούς μήνες αφού αρχίσει μία ύφεση και δεν ξαναπροσλαμβάνουν παρά αρκετό καιρό μετά το τέλος της. Επόμενο ήταν ότι, ενώ ο ρυθμός απώλειας θέσεων εργασίας επιβραδύνθηκε σταδιακά μέσα στο 2009, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε. Το ποσοστό ανεργίας έφτασε στο υψηλότερο σημείο τον Οκτώβριο, αγγίζοντας το 10 τοις εκατό – το υψηλότερο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα νέα ήταν τόσο απαράλλαχτα κακά, ώστε άρχισα να έχω ένα σφίξιμο στο στομάχι την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα, όταν το Υπουργείο Εργασίας έστελνε στον Λευκό Οίκο τη μηνιαία έκθεση για την αγορά εργασίας, πριν από τη δημοσίευσή της. Η Κέιτι ισχυριζόταν ότι μπορούσε συνήθως να μαντέψει τα περιεχόμενα της έκθεσης από τη γλώσσα του σώματος του οικονομικού μου επιτελείου: Αν απέφευγαν το βλέμμα της, μου έλεγε, ή μιλούσαν χαμηλόφωνα ή απλώς άφηναν στο γραφείο της τον φάκελο για να μου τον δώσει αντί να περιμένουν για να τον παραδώσουν οι ίδιοι, ήξερε ότι είχαμε άλλον έναν κακό μήνα.
Το πρόγραμμα διάσωσης TARP
Αν οι Αμερικανοί ήταν ευλόγως εκνευρισμένοι από την αργοκίνητη ανάκαμψη, η διάσωση των τραπεζών τους έβγαζε από τα ρούχα τους. Τι μίσος ήταν αυτό που είχε ο κόσμος για το TARP! Δεν τους ένοιαζε που το πρόγραμμα είχε καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, που περισσότερα από τα μισά λεφτά που είχαν δοθεί στις τράπεζες είχαν επιστραφεί έντοκα, που η ευρύτερη οικονομία δεν θα μπορούσε να αρχίσει να ανακάμπτει αν δεν ξαναέπαιρναν μπρος οι αγορές χρήματος. Ψηφοφόροι από όλο το πολιτικό φάσμα θεωρούσαν τις διασώσεις των τραπεζών μια κομπίνα, που επέτρεψε στους βαρόνους του χρήματος να βγουν από την κρίση σχετικά αλώβητοι.
Ο Τιμ Γκάιτνερ επέμενε να επισημαίνει ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια, με την αυστηρή έννοια. Απαριθμούσε όλους τους τρόπους με τους οποίους είχε πληρώσει η Γουόλ Στριτ για τις αμαρτίες της: χρεοκοπίες επενδυτικών τραπεζών, απολύσεις διευθυντών, απώλεια αξίας των μετοχών, ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ομοίως, οι δικηγόροι του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον Έρικ Χόλντερ, θα άρχιζαν σύντομα να εισπράττουν ποσά ρεκόρ από συμβιβασμούς με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρέθηκαν να έχουν παρανομήσει. Και πάλι, όμως, δεν μπορούσε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι πολλοί από τους ανθρώπους που είχαν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τα οικονομικά δεινά που περνούσε η χώρα παρέμεναν εξαιρετικά πλούσιοι και είχαν αποφύγει τις διώξεις, κυρίως επειδή οι υφιστάμενοι νόμοι αξιολογούσαν τη μνημειώδη απερισκεψία και ανεντιμότητα μέσα σε ένα διοικητικό συμβούλιο ή μέσα σε ένα χρηματιστήριο ως λιγότερο αξιόποινες πράξεις από τις μικροκλοπές ενός εφήβου. Όποια και αν ήταν τα οικονομικά προτερήματα του TARP ή το νομικό σκεπτικό που εμπόδιζε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ασκήσει διώξεις, η όλη ιστορία ανέδιδε μια απο- κρουστική οσμή αδικίας.
«Πού είναι η δική μου διάσωση;» συνέχιζε να ρωτάει ο κόσμος. Ο κουρέας μου με ρωτούσε γιατί δεν πήγαινε στη φυλακή κανένας τραπεζίτης, το ίδιο με ρώταγε και η πεθερά μου. Οι υπέρμαχοι της λαϊκής στεγαστικής πολιτικής ρωτούσαν γιατί είχαν λάβει οι τράπεζες εκατοντάδες εκατομμύρια από το TARP, ενώ μόνο ένα κλάσμα αυτού του ποσού πήγαινε για τη βοήθεια των ιδιοκτητών που κινδύνευαν να χάσουν τα σπίτια τους. Η απάντησή μας – ότι δεδομένου του τεράστιου μεγέθους της αμερικανικής αγοράς ακινήτων ακόμη κι ένα πρόγραμμα σαν το TARP δεν θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τον ρυθμό των κατασχέσεων, και ότι τα όποια επιπλέον ποσά εξασφαλίζαμε από το Κογκρέσο θα έπιαναν περισσότερο τόπο κατευθυνόμενα στην καταπολέμηση της ανεργίας – ακουγόταν άκαρδη και ελάχιστα πειστική, ειδικά τη στιγμή που το πρόγραμμα που είχαμε καταστρώσει για να βοηθήσουμε τους ιδιοκτήτες να αναχρηματοδοτήσουν ή να αναδιαρθρώσουν τα δάνειά τους είχε αποδειχτεί τραγικά απογοητευτικό.
Σπεύδοντας να βγει από το στόχαστρο της λαϊκής οργής ή τουλάχιστον να απομακρυνθεί από τη γραμμή του πυρός, το Κογκρέσο συνέστησε πάμπολλες επιτροπές εποπτείας, με τους Δημοκρατικούς και του Ρεπουμπλικάνους να καταφέρονται εκ περιτροπής εναντίον των τραπεζών, να αμφισβητούν τις αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών και να ρίχνουν όσο περισσότερο από το φταίξιμο μπορούσαν στην άλλη πλευρά. Το 2008. η Γερουσία είχε διορίσει έναν ειδικό επιθεωρητή για να επιβλέπει το TARP, έναν πρώην δημόσιο κατήγορο, ονόματι Νιλ Μπαρόφσκι, ο οποίος ήξερε ελάχιστα από χρηματοοικονομικά, αλλά είχε ένα χάρισμα να προκαλεί εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα, και πολύ ζήλο για να επιτίθεται στις αποφάσεις που παίρναμε. Όσο απομακρυνόταν το ενδεχόμενο μιας ολικής κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο αμφισβητούσαν οι πάντες την αναγκαιότητα του TARP. Και επειδή ήμασταν εμείς τώρα στα πράγματα, συχνά έπεφτε στον Τιμ και σε άλλα μέλη της κυβέρνησής μου, που κάθονταν στην ηλεκτρική καρέκλα, η ευθύνη να υπερασπιστούν κάτι που φαινόταν ανεπίδεκτο υπεράσπισης.
Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν δίστασαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, λέγοντας ότι το TARP ήταν ευθύς εξαρχής ιδέα των Δημοκρατικών. Σε καθημερινή βάση, εξαπέλυσαν ομοβροντίες εναντίον του Νόμου για την Οικονομία και για τις άλλες οικονομικές μας πολιτικές, επιμένοντας ότι η «τόνωση» ήταν απλώς προπέτασμα καπνού για «προοδευτικές» ανεξέλεγκτες ρουσφετολογικές δαπάνες και για επιπρόσθετες διασώσεις συγκεκριμένων συμφερόντων. Μέμφονταν τον Νόμο για την Οικονομία για το εκρηκτικό ομοσπονδιακό έλλειμμα, που είχαμε κληρονομήσει από την κυβέρνηση Μπους, και – στον βαθμό που καταδέχονταν να προτείνουν εναλλακτικές πολιτικές – ισχυρίζονταν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διορθωθεί η κατάσταση της οικονομίας ήταν να καλύψει το κράτος το έλλειμμά του και να τακτοποιήσει τα του δημοσιονομικού του οίκου, όπως ακριβώς οι πιεζόμενες οικογένειες σε όλη τη χώρα αναγκάζονταν να «σφίξουν το ζωνάρι».
Η επικοινωνιακή διαχείριση της ύφεσης
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, στις αρχές πια του 2010 οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό Αμερικανών αποδοκίμαζε την οικονομική μου διαχείριση από ό,τι την επιδοκίμαζε – ένα δυνατό καμπανάκι που εν μέρει εξηγούσε όχι μόνο την απώλεια της έδρας του Τεντ Κένεντι στη Μασαχουσέτη αλλά και τις Δημοκρατικές απώλειες στις έκτακτες εκλογές για την ανάδειξη κυβερνητών στο Νιου Τζέρσεϊ και στη Βιρτζίνια, πολιτείες που είχα κερδίσει με διαφορά μόλις δώδεκα μήνες νωρίτερα. Σύμφωνα με τον Αξ, οι ψηφοφόροι που συμμετείχαν σε ομάδες ερευνών της κοινής γνώμης δεν μπορούσαν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ του TARP, το οποίο είχαμε κληρονομήσει, και του πακέτου τόνωσης της οικονομίας- ήξεραν μόνο ότι όσοι είχαν διασυνδέσεις έπεφταν στα μαλακά, ενώ οι ίδιοι περνούσαν ζόρια. Θεωρούσαν επίσης ότι οι Ρεπουμπλικανικές εκκλήσεις για περικοπές στον προϋπολογισμό προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση – η «λιτότητα», για να χρησιμοποιήσω τον αγαπημένο όρο των οικονομολόγων – φαινόταν πιο λογική επιλογή από τη δική μας κεϋνσιανή πολιτική των αυξημένων κρατικών δαπανών. Δημοκρατικοί αντιπρόσωποι από αμφίρροπες περιφέρειες, έτσι κι αλλιώς ανήσυχοι για τις προοπτικές επανεκλογής τους, άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τον Νόμο για την Οικονομία και να αποφεύγουν ακόμη και τη λέξη «τόνωση». Όσοι βρίσκονταν πιο αριστερά, εκ νέου ερεθισμένοι από την απουσία κρατικής εναλλακτικής στο νομοσχέδιο για την ασφάλιση, ξανάρχισαν να παραπονιούνται ότι το πακέτο τόνωσης δεν ήταν αρκετά μεγάλο και ότι ο Τιμ και ο Λάρι τα είχαν κάνει πλακάκια με τη Γουόλ Στριτ. Ακόμη και η Νάνσι Πελόζι και ο Χάρι Ριντ άρχισαν να αμφισβητούν την επικοινωνιακή στρατηγική του Λευκού Οίκου – ειδικά την προτίμησή μας να καταγγέλλουμε τον «ακραίο κομματισμό» και τα «ειδικά συμφέροντα» στην Ουάσινγκτον, αντί να στηλιτεύουμε τους Ρεπουμπλικάνους.
«Κύριε Πρόεδρε» μου είπε μια μέρα η Νάνσι στο τηλέφωνο «λέω στους συναδέλφους μου ότι αυτά που έχουμε πετύχει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είναι ιστορικής σημασίας. Είμαι εξαιρετικά υπερήφανη, ειλικρινά. Αλλά αυτή τη στιγμή, η κοινή γνώμη δεν γνωρίζει τι έχετε πετύχει. Δεν ξέρουν την απαίσια συμπεριφορά των Ρεπουμπλικάνων, που απλώς προσπαθούν να μπλοκάρουν οτιδήποτε κάνετε. Και οι ψηφοφόροι δεν πρόκειται να τα μάθουν αυτά αν δεν είστε διατεθειμένος να τους τα πείτε».
«Ο Ρούσβελτ δεν θα έκανε τέτοια λάθη»
Ο Αξ, που είχε την επίβλεψη του τμήματος επικοινωνίας, εκνευρίστηκε όταν του διηγήθηκα την κουβέντα μου με την Πρόεδρο της Βουλής. «Ίσως η Νάνσι μπορεί να μας πει πώς να πλασάρουμε όμορφα το “δέκα τοις εκατό ανεργία”» μουρμούρισε κάτω απ’ τα μουστάκια του. Μου υπενθύμισε ότι η προεκλογική μου δέσμευση ήταν να αλλάξω την Ουάσινγκτον, όχι να εμπλακώ στους συνήθεις κομματικούς σκυλοκαβγάδες. «Μπορούμε να κατσαδιάζουμε τους Ρεπουμπλικάνους μέρα και νύχτα» είπε «αλλά άσπρη μέρα δεν θα δούμε, αν το μόνο που μπορούμε να πούμε στους ψηφοφόρους είναι “εντάξει, τα πράγματα είναι χάλια – αλλά θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα”».
Και είχε ένα δίκιο: δεδομένης της κατάστασης στην οικονομία, υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να πετύχει η όποια επικοινωνιακή στρατηγική. Ξέραμε ευθύς εξαρχής ότι η πολιτική διαχείριση της ύφεσης θα ήταν δύσκολη. Αλλά και η Νάνσι είχε δίκιο στην κριτική της. Εγώ ήμουν, άλλωστε, εκείνος που καμάρωνε τόσο πολύ, επειδή δεν αφήναμε τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες να επηρεάσουν την αντίδρασή μας στην οικονομική κρίση, σαν να μην ίσχυαν για εμένα οι κανόνες της πολιτικής βαρύτητας. Οταν ο Τιμ είχε εκφράσει την ανησυχία του για τις υπερβολικά οξείες επικρίσεις εναντίον της Γουόλ Στριτ, επειδή ενδεχομένως να αποθάρρυναν τους ιδιώτες επενδυτές που θέλαμε να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες κι έτσι να παρατεινόταν η οικονομική κρίση, εγώ είχα συμφωνήσει να γίνω πιο ήπιος, παρά τις αναρρήσεις του Αξ και του Γκιμπς. Τώρα, μεγάλο μέρος του κόσμου πίστευε ότι με ενδιέφεραν περισσότερο οι τράπεζες από ό,τι οι απλοί άνθρωποι. Όταν ο Λάρι είχε προτείνει να καταβάλουμε τις μειώσεις φόρου της μεσαίας τάξης σε δεκαπενθήμερες δόσεις αντί με μία εφάπαξ πληρωμή, επειδή οι έρευνες έδειχναν ότι έτσι ήταν πιο πιθανό να πάνε αυτά τα χρήματα στην κατανάλωση, ενισχύοντας πιο γρήγορα την οικονομία, είχα πει, τέλεια, αυτό να κάνουμε – παρότι ο Ραμ με είχε προειδοποιήσει ότι έτσι οι μειώσεις θα περνούσαν απαρατήρητες από τον κόσμο. Τώρα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο κόσμος πίστευε πως όχι μόνο δεν είχα μειώσει, αλλά ότι είχα αυξήσει τους φόρους τους – για να καλύψω τις διασώσεις των τραπεζών, το πακέτο τόνωσης της οικονομίας και το ασφαλιστικό.
Ο Ρούσβελτ δεν θα έκανε με τίποτε τέτοια λάθη, σκεφτόμουν. Εκείνος είχε καταλάβει ότι για να βγάλει την Αμερική από το λούκι της Μεγάλης Ύφεσης χρειαζόταν όχι τόσο την άψογη εφαρμογή της κάθε επί μέρους πολιτικής του Νιου Ντιλ, όσο την εμπέδωση της εμπιστοσύνης στο συνολικό εγχείρημα, τη χαλύβδωση του λαού με την πίστη ότι η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Όπως ήξερε, επίσης, ότι σε μια περίοδο κρίσης οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ένα αφήγημα που δίνει νόημα στις δυσκολίες τους και που μιλάει στην ψυχή τους – ένα ηθικοπλαστικό αφήγημα με ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς και με μια πλοκή που μπορούν εύκολα να παρακολουθήσουν.
Με άλλα λόγια, ο Ρούσβελτ ήξερε ότι για να είναι αποτελεσματική, η διακυβέρνηση δεν μπορεί να είναι αποστειρωμένη από τα βασικά στοιχεία του πολιτικού παιχνιδιού: Πρέπει να «πουλήσεις» το πρόγραμμά σου, να ανταμείψεις τους υποστηρικτές σου, να ανταποδώσεις τα ίσα στους αντιπάλους, και να διατυμπανίζεις τα δεδομένα που ευνοούν τους στόχους σου ενώ συσκοτίζεις τις λεπτομέρειες που θα τους παρεμπόδιζαν. Κατέληξα να αναρωτιέμαι αν είχαμε μετατρέψει μια αρετή σε κατάρα. Αν, παγιδευμένος μέσα στον μεγαλόπνοο ιδεαλισμό μου, δεν είχα καταφέρει να πω στον αμερικανικό λαό μια ιστορία που μπορούσε να πιστέψει κι αν, έχοντας παραδώσει το πολιτικό αφήγημα στους επικριτές μου, θα μπορούσα να καταφέρω να το πάρω πάλι πίσω.
Το ευρωπαϊκό ντόμινο της κρίσης
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από έναν χρόνο συνεχών κακών οικονομικών στοιχείων, είδαμε επιτέλους μια αχτίδα ελπίδας: Η έκθεση για την αγορά εργασίας του Μαρτίου 2010 έδειξε ότι η οικονομία είχε δημιουργήσει 162.000 νέες θέσεις εργασίας – ήταν ο πρώτος μήνας ουσιαστικής αύξησης από το 2007. Οταν ο Λάρι και η Κρίστι Ρόμερ ήρθαν στο Οβάλ για να μου ανακοινώσουν το νέο, τσούγκρισα τις γροθιές τους και τους ανακήρυξα «Εργαζομένους του Μήνα».
«Θα πάρουμε και πλακέτα, κύριε Πρόεδρε;» ρώτησε η Κρίστι.
«Δεν έχουμε λεφτά για πλακέτες» είπα εγώ. «Αλλά θα μπορείτε να πουλάτε μούρη στους υπόλοιπους».
Οι εκθέσεις του Απριλίου και του Μαΐου ήταν επίσης θετικές, αφήνοντας περιθώρια να ελπίζουμε ότι η ανάκαμψη ίσως είχε αρχίσει στα σοβαρά. Κανείς μας μέσα στον Λευκό Οίκο δεν θεωρούσε ότι ένα ποσοστό ανεργίας πάνω από 9 τοις εκατό ήταν λόγος για πανηγυρισμούς. Συμφωνήσαμε, όμως, ότι ήταν εύλογο, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη, να αρχίσω να προβάλλω πιο εμφατικά μια αίσθηση θετικής δυναμικής στις ομιλίες μου. Αρχίσαμε μάλιστα να σχεδιάζουμε μια περιοδεία σε όλη τη χώρα στις αρχές του καλοκαιριού, κατά την οποία θα μπορούσα να αναδείξω κοινότητες που ανέκαμπταν και εταιρείες που είχαν αρχίσει να προσλαμβάνουν ξανά. «Το καλοκαίρι της ανάκαμψης» θα το λέγαμε.
Και μετά η Ελλάδα κατέρρευσε.
Μολονότι η οικονομική κρίση είχε ξεκινήσει από τη Γουόλ Στριτ, η επίπτωσή της σε ολόκληρη την Ευρώπη είχε υπάρξει εξίσου σφοδρή. Μήνες αφού εμείς είχαμε καταφέρει να γυρίσουμε την αμερικανική οικονομία σε ρυθμούς ανάπτυξης, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέμενε βυθισμένη στην ύφεση, με τις τράπεζές της ευάλωτες, τις μεγάλες της βιομηχανίες ακόμη τραυματισμένες από την τεράστια πτώση του διεθνούς εμπορίου, και την ανεργία σε κάποιες χώρες να φτάνει ως και το 20 τοις εκατό. Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν την ξαφνική κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, όπως εμείς, και το πιο γενναιόδωρο δίχτυ ασφαλείας τους συνέβαλε στην άμβλυνση των επιπτώσεων της ύφεσης
για τις ευάλωτες μερίδες του πληθυσμού. Από την άλλη μεριά, ο συνδυασμός μεγαλύτερης ζήτησης για δημόσιες υπηρεσίες, τα μειωμένα φορολογικά έσοδα και οι συνεχόμενες διασώσεις τραπεζών είχαν πιέσει σοβαρά τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Και αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες – που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν φτηνά τα διευρυνόμενα ελλείμματά τους ακόμη και εν μέσω κρίσης, καθώς οι φοβισμένοι επενδυτές έσπευδαν να αγοράσουν τα αμερικανικά ομόλογα – χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία άρχισαν να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να δανειστούν. Οι προσπάθειές τους να κατευνάσουν τις χρηματαγορές μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες το μόνο που κατάφερναν ήταν να περιορίζουν ακόμη περισσότερο την εξασθενημένη συνολική ζήτηση και να βαθαίνουν την ύφεση. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, απαιτούσε επιπρόσθετο δανεισμό με όλο και υψηλότερα επιτόκια και προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή στις αγορές.
Δεν είχαμε το περιθώριο να είμαστε παθητικοί παρατηρητές αυτής της κατάστασης. Τα προβλήματα στην Ευρώπη ήταν ένα βαρίδι για την αμερικανική ανάκαμψη: Στο κάτω κάτω, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος μας και οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές χρηματαγορές ήταν αλληλεξαρτώμενες. Σχεδόν όλο το 2009, ο Τιμ και εγώ προτρέπαμε τους Ευρωπαίους να δράσουν πιο αποφασιστικά για την ανάταξη των οικονομιών τους. Τους συμβουλεύαμε να ξεκαθαρίσουν τα ζητήματα των τραπεζών τους μια και καλή (τα «στρες τεστ» που είχαν εφαρμόσει οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ στα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα ήταν τόσο άρπα κόλλα που κάποιες ιρλανδικές τράπεζες χρειάστηκαν κρατική διάσωση λίγους μόνο μήνες αφού τα είχαν περάσει με επιτυχία). Πιέζαμε τις χώρες της ΕΕ που είχαν πιο υγιή δημοσιονομικά να εφαρμόσουν πολιτικές τόνωσης σαν τις δικές μας, προκειμένου να δώσουν ώθηση στις επενδύσεις και να αυξήσουν την καταναλωτική ζήτηση σε ολόκληρη την ήπειρο.
Ο δρόμος της δημοσιονομικής λιτότητας
Εμείς τα λέγαμε, εμείς τα ακούγαμε. Αν και οι ευρωπαϊκές χώρες θεωρούνται προοδευτικές σύμφωνα με τα αμερικανικά δεδομένα, οι μεγαλύτερες οικονομίες της ηπείρου είχαν όλες σχεδόν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, εκλεγμένες με δεσμεύσεις να ισοσκελίσουν προϋπολογισμούς και να κάνουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις μάλλον, παρά να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες. Η Γερμανία, ειδικά – ο πραγματικός οικονομικός κινητήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χώρα-μέλος με τη μεγαλύτερη επιρροή – εξακολουθούσε να θεωρεί τη δημοσιονομική ορθότητα ως την απάντηση σε κάθε οικονομικό πρόβλημα. Όσο περισσότερο γνώριζα την Ανγκελα Μέρκελ, τόσο περισσότερο τη συμπαθούσα. Την έβρισκα στιβαρή, έντιμη, με οξεία αντίληψη και εκ φύσεως ευγενική. Αλλά είχε επίσης συντηρητικό χαρακτήρα, και ήταν ταυτόχρονα έμπειρη πολιτικός που ήξερε τους ψηφοφόρους της, και όποτε προέβαλλα τον ισχυρισμό ότι η Γερμανία έπρεπε να δώσει το παράδειγμα αυξάνοντας τις δαπάνες για υποδομές ή μειώνοντας φόρους, εκείνη τον απέρριπτε ευγενικά αλλά σταθερά. «Για κοίτα. Μπαράκ, νομίζω ότι αυτή μάλλον δεν είναι η καλύτερη μέθοδος για εμάς» έλεγε, κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα, σαν να της είχα προτείνει κάτι ελαφρώς απρεπές.
Ο Σαρκοζί δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο. Κατ’ ιδίαν, εκφραζόταν ευνοϊκά για την ιδέα της οικονομικής τόνωσης, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ανεργίας της Γαλλίας («Μην ανησυχείς, Μπαράκ. Θα την πείσω την Ανγκελα, θα δεις»). Αλλά του ήταν δύσκολο να κάνει μεταβολή και να εγκαταλείψει τις δημοσιονομικά συντηρητικές θέσεις που είχε υιοθετήσει στο παρελθόν, και από όσο μπορούσα να δω, δεν ήταν αρκετά οργανωμένος ώστε να μπορέσει να εκπονήσει ένα ξεκάθαρο σχέδιο για την ίδια του τη χώρα, πόσο μάλλον για την Ευρώπη.
Και μολονότι ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ο Γκόρντον Μπράουν, συμφωνούσε μαζί μας για την ανάγκη να ενισχύσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τις βραχυπρόθεσμες δαπάνες, το Εργατικό Κόμμα του έχασε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο τον Μάιο του 2010, και ο Μπράουν αντικαταστάθηκε από τον ηγέτη των Συντηρητικών, τον Ντέιβιντ Κάμερον. Ο Κάμερον, απόφοιτος του Ήτον, λίγο πάνω από τα σαράντα, με νεανικό παρουσιαστικό και μια – επιμελημένη χαλαρότητα (σε κάθε διεθνή διάσκεψη, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βγάλει το σακάκι του και να λύσει τη γραβάτα), είχε εντυπωσιακή αντίληψη των ζητημάτων, ευφράδεια, και την αβίαστη αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που δεν τον είχε ζορίσει ποτέ ιδιαίτερα η ζωή. Προσωπικά τον συμπαθούσα, ακόμη κι όταν κονταροχτυπιόμασταν, και για τα επόμενα έξι χρόνια απέβη ένας συνεργάσιμος εταίρος σε πολλά διεθνή ζητήματα, από την κλιματική αλλαγή (πίστευε στα επιστημονικά δεδομένα) και τα ανθρώπινα δικαιώματα (ήταν υπέρμαχος του δικαιώματος γάμου των ατόμων του ίδιου φύλου) ως τη βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες (καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, κατάφερνε να δεσμεύει το 1,5 τοις εκατό του προϋπολογισμού της Μεγάλης Βρετανίας για βοήθεια προς άλλα κράτη, ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο από ό,τι θα μπορούσα ποτέ εγώ να αποσπάσω από το Κογκρέσο). Στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, ωστόσο, ο Κάμερον δεν απομακρυνόταν από τη φιλελεύθερη ορθοδοξία, έχοντας υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του ότι η πλατφόρμα της μείωσης των ελλειμμάτων και του περιορισμού των κρατικών υπηρεσιών – σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση του εμπορίου – θα οδηγούσαν τη Βρετανία σε μια νέα εποχή ανταγωνιστικότητας.
Αντ’ αυτού, όπως αναμενόταν, η βρετανική οικονομία βυθίστηκε βαθύτερα στην ύφεση.
Ελλάδα: δυναμίτης σε αποθήκη πυρομαχικών
Ο πεισματικός ενστερνισμός της λιτότητας ως λύσης από τους κυριότερους Ευρωπαίους ηγέτες, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Αλλά με όλα αυτά που είχα στο κεφάλι μου, δεν μπορώ να πω ότι έχανα τον ύπνο μου για την κατάσταση στην Ευρώπη. Αυτό άρχισε να αλλάζει τον Φεβρουάριο του 2010, όμως, όταν μια κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα άρχισε να απειλεί να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση – και έβαλε εμένα και το οικονομικό μου επιτελείο να τρέχουμε για να αποτρέψουμε άλλον έναν γύρο παγκόσμιου οικονομικού πανικού.
Τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας δεν ήταν τίποτε καινούργιο. Επί δεκαετίες, η χώρα μαστιζόταν από χαμηλή παραγωγικότητα, έναν διογκωμένο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, μαζική φοροδιαφυγή και μη βιώσιμες συνιαξιοδοτικές υποχρεώσεις. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι διεθνείς χρηματαγορές χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως τα διαρκώς αυξανόμενα ελλείμματα της Ελλάδας, όπως ακριβώς πιο πριν χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως τα βουνά από στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την κρίση της Γουόλ Στριτ, όμως, είχαν γίνει λιγότερο γενναιόδωρες. Όταν μια νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα υπερέβαινε κατά πολύ τις προηγούμενες εκτιμήσεις, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών έκαναν βουτιά και οι διεθνείς πιστωτές σταμάτησαν να δανείζουν την Ελλάδα. Η χώρα βρέθηκε ξαφνικά στο χείλος της χρεοκοπίας.
Υπό κανονικές συνθήκες, το να μη μπορεί μια μικρή χώρα να πληρώσει εγκαίρως τα χρέη της θα είχε περιορισμένες επιπτώσεις έξω από τα σύνορά της. Το ΑΕΠ της Ελλάδας όταν περίπου όσο του Μέριλαντ, και άλλες χώρες που είχαν αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα κατά κανόνα κατάφερναν να συνάψουν μια συμφωνία με τους πιστωτές και με το ΔΝΤ, η οποία τους επέτρεπε να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους, να διατηρήσουν τη διεθνή τους φερεγγυότητα, και τελικά να ξανασταθούν στα πόδια τους.
Αλλά το 2010, οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν κανονικές. Η σύνδεση της Ελλάδας με την ήδη κλονισμένη Ευρώπη έκανε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους της αντίστοιχο με μια δεσμίδα δυναμίτη με το φυτίλι αναμμένο μέσα σε αποθήκη πυρομαχικών. Επειδή ήταν μέλος της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εταιρείες και άτομα εργάζονται, ταξιδεύουν και εμπορεύονται σε ένα κοινό πλαίσιο ρυθμίσεων που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας μπορούσαν εύκολα να διαδοθούν πανιού. Τράπεζες άλλων χωρών της ΕΕ ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας. Η Ελλάδα ήταν επίσης μία από τις δεκαέξι χώρες που είχαν υιοθετήσει το ευρώ, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχε δικό της νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να υποτιμήσει, ούτε μπορούσε να ακολουθήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Χωρίς ένα άμεσο, ογκώδες πακέτο διάσωσης από τους εταίρους της στην ευρωζώνη, η Ελλάδα ενδεχομένως δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα, μια κίνηση άνευ προηγουμένου, με αβέβαιες οικονομικές συνέπειες. Ήδη, οι φόβοι της αγοράς για την Ελλάδα είχαν προκαλέσει μεγάλες εκτινάξεις στα επιτόκια που ζητούσαν οι τράπεζες από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ισπανία για να καλύψουν το δημόσιο χρέος τους. Ο Τιμ φοβόταν ότι μία ελληνική χρεοκοπία και/ ή έξοδος από την ευρωζώνη θα μπορούσε να κάνει τις ανήσυχες χρηματαγορές ουσιαστικά να αποκλείσουν πλήρως από χρηματοδότηση τις άλλες, μεγαλύτερες οικονομίες, προκαλώντας ένα σοκ στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξίσου άσχημο ή και χειρότερο από εκείνο που είχαμε μόλις περάσει.
«Είναι η ιδέα μου» ρώτησα τον Τιμ, αφού μου είχε εκθέσει διάφορα ανατριχιαστικά σενάρια «ή όντως πηγαίνουμε από τη μία κρίση κατευθείαν στην επόμενη;»
Το σχέδιο για τη διάσωση της Ελλάδας
Κι έτσι, στα καλά καθούμενα, η σταθεροποίηση της Ελλάδας έγινε ξαφνικά μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής και της εξωτερικής μας πολιτικής. Εκείνη την άνοιξη, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και σε τηλεφωνικές συνομιλίες, ο Τιμ κι εγώ ασκήσαμε ασφυκτική πίεση για να καταφέρουμε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ να διαμορφώσουν ένα πακέτο διάσωσης αρκετά στιβαρό, ώστε να ηρεμήσει τις αγορές και να επιτρέψει στην Ελλάδα να αποπληρώσει τα χρέη της, βοηθώντας παράλληλα την ελληνική κυβέρνηση να καταρτίσει ένα ρεαλιστικό πλάνο για μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων της χώρας και για αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης. Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο διάδοσης της κρίσης στην υπόλοιπη Ευρώπη, συστήσαμε επίσης στους Ευρωπαίους να ορθώσουν ένα αξιόπιστο «τείχος προστασίας» – βασικά, ένα κοινό δανειακό ταμείο με αρκετή δύναμη πυρός, ώστε να δώσει στις χρηματαγορές τη βεβαιότητα ότι σε μία έκτακτη ανάγκη η ευρωζώνη θα στήριζε τα χρέη των μελών της.
Και πάλι, οι Ευρωπαίοι ομόλογοί μας είχαν διαφορετικές ιδέες. Για τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και πολλά άλλα μέλη της ευρωζώνης, οι Έλληνες ήταν οι ίδιοι υπαίτιοι των προβλημάτων τους, με την ανικανότητα των κυβερνήσεών τους και με τις σπάταλες συνήθειές τους. Μολονότι η Μέρκελ με διαβεβαίωσε ότι «δεν θα έχουμε μια δεύτερη Lehman» αφήνοντας την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, τόσο η ίδια όσο και ο υπουργός της των Οικονομικών και οπαδός της λιτότητας, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έδειχναν αποφασισμένοι να θέσουν ως όρο για την παροχή της όποιας βοήθειας ένα επιτίμιο ανάλογο του παραπτώματος, παρά τις προειδοποιήσεις μας ότι το υπερβολικό ξεζούμισμα της ήδη στραπατσαρισμένης ελληνικής οικονομίας θα ήταν αναπαραγωγικό. Η πρόθεση να εφαρμόσουν αυτή την άτεγκτη δικαιοσύνη και να αποθαρρύνουν τον ηθικό κίνδυνο εκφράστηκε στην αρχική προσφορά των Ευρωπαίων: ένα δάνειο το πολύ 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, που μετά βίας έφτανε για να καλυφθεί για κάνα δυο μήνες το ελληνικό χρέος, με όρους δραστικές μειώσεις συντάξεων, θεαματικές αυξήσεις φόρων και πάγωμα των μισθών του δημόσιου τομέα από την ελληνική κυβέρνηση. Μη θέλοντας να αυτοκτονήσει πολιτικά, η ελληνική κυβέρνηση είπε ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε, καθώς μάλιστα οι ψηφοφόροι της χώρας αντέδρασαν στην είδηση για την ευρωπαϊκή πρόταση με εκτεταμένες διαδηλώσεις και απεργίες.
Τα αρχικά ευρωπαϊκά σχέδια για το δημοσιονομικό τείχος προστασίας δεν ήταν πολύ καλύτερα. Το αρχικό ποσό που πρότειναν οι αρχές της ευρωζώνης για την κεφαλαιοποίηση του ταμείου – 50 δισεκατομμύρια ευρώ – ήταν επιεικώς ανεπαρκές. Σε μία τηλεδιάσκεψη με τους ομολόγους του, ο Τιμ χρειάστηκε να τους εξηγήσει ότι για να είναι αποτελεσματικό, το ταμείο θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον δεκαπλάσιο μέγεθος. Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης επέμεναν επίσης ότι για να έχει πρόσβαση στο ταμείο μια χώρα, οι ομολογιούχοι της θα έπρεπε να υποστούν ένα υποχρεωτικό «κούρεμα» – δηλαδή, να δεχτούν ένα ποσοστό απώλειας των χρημάτων που τους οφείλονταν. Αυτό ήταν απολύτως κατανοητό* άλλωστε, το επιτόκιο που χρεώνουν οι πιστωτές σε ένα δάνειο υποτίθεται ότι καλύπτει τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών από πλευράς του δανειολήπτη. Αλλά πρακτικά, οποιαδήποτε πρόβλεψη για κούρεμα θα έκανε το ιδιωτικό κεφάλαιο πολύ λιγότερο πρόθυμο να δανείσει κι άλλα χρήματα σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία, ακυρώνοντας έτσι το νόημα του τείχους προστασίας.
Ελληνική κρίση: ένα γεωπολιτικό πρόβλημα
Για εμένα, όλη αυτή η ιστορία ήταν σαν τηλεοπτική επανάληψη των συζητήσεων που είχαμε στην Αμερική μετά την κρίση της Γουόλ Στριτ. Και μολονότι είχα ξεκάθαρη αντίληψη αναφορικά με το τι έπρεπε να κάνουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, κατανοούσα το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν. Άλλωστε, είχα ζήσει κι εγώ μεγάλα ζόρια προσπαθώντας να πείσω τους Αμερικανούς ψηφοφόρους ότι ήταν λογικό να δαπανήσουμε δισεκατομμύρια δολάρια από τους φόρους τους για τη διάσωση των τραπεζών και για να βοηθήσουμε άγνωστους ανθρώπους να μη χάσουν το σπίτι τους ή τη δουλειά τους μέσα στη δική μας -χώρα. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, πάλι, καλούνταν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι ήταν λογικό να διασώσουν με τα λεφτά τους ξένες χώρες.
Συνειδητοποίησα τότε ότι η ελληνική κρίση χρέους ήταν, εκτός από χρηματοοικονομικό, και γεωπολιτικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που εξέθετε τις ανεπίλυτες αντιφάσεις στην καρδιά της μακρόχρονης πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε εκείνες τις ιλιγγιώδεις ημέρες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα χρόνια της μεθοδικής αναδιάρθρωσης που ακολούθησαν, η μεγαλόπνοη αρχιτεκτονική αυτού του εγχειρήματος – η ενιαία αγορά, το ευρώ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και η γραφειοκρατία των Βρυξελών, εξουσιοδοτημένη ,να ορίζει πολιτικές ρύθμισης για ένα ευρύ πεδίο ζητημάτων – εξέφραζε την αισιοδοξία για τη δυνατότητα μιας πραγματικά ενωμένης ηπείρου, αποκαθαρμένης από τον τοξικό εθνικισμό που ήταν υπεύθυνος για αιώνες αιματηρών συγκρούσεων. Σε αξιοσημείωτο βαθμό, το πείραμα είχε πετύχει: Παραχωρώντας κάποια στοιχεία της κυριαρχίας τους, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν απολαύσει ως αντάλλαγμα ένα επίπεδο ειρήνης και εκτεταμένης ευημερίας, που ίσως δεν έχει επιτευχθεί από καμία άλλη ανθρώπινη συλλογικότητα στην ανθρώπινη ιστορία.
Αλλά οι εθνικές ταυτότητες – οι διαχωρισμοί της γλώσσας, της κουλτούρας, της ιστορίας και του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης – είναι επίμονες πραγματικότητες. Και καθώς η οικονομική κρίση χειροτέρευε, όλες αυτές οι διαφορές που οι καλές εποχές είχαν συγκαλύψει τώρα έρχονταν στην επιφάνεια. Πόσο διατεθειμένοι ήταν οι πολίτες των πιο πλούσιων, των πιο παραγωγικών χωρών της Ευρώπης να αναλάβουν τις υποχρεώσεις ενός γειτονικού κράτους ή να δουν τα χρήματα από τους φόρους τους να αναδιανέμονται σε ανθρώπους εκτός των συνόρων τους; Θα δέχονταν οι πολίτες των χωρών που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα τις θυσίες που τους επέβαλαν μακρινοί αξιωματούχοι, τους οποίους αισθάνονταν ξένους και η εξουσία των οποίων ήταν εν πολλοίς πέρα από τον έλεγχό τους; Όσο το ζήτημα της Ελλάδας φούντωνε, η δημόσια συζήτηση σε κάποιες από τις παλιότερες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία, πολλές φορές ξέφευγε από τα όρια της αποδοκιμασίας των πολιτικών της ελληνικής κυβέρνησης και εκτρεπόταν σε μία καταδίκη του ελληνικού λαού συνολικά – ότι είχαν μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στην εργασία ή ότι ανέχονταν τη διαφθορά και θεωρούσαν βασικές υποχρεώσεις, όπως την πληρωμή των φόρων τους, απλώς προαιρετικές. Ή, όπως άκουσα έναν απροσδιόριστης εθνικότητας αξιωματούχο της ΕΕ να λέει σε κάποιον άλλον, ενώ έπλενα τα χέρια μου στην τουαλέτα, σε μια σύνοδο των G8:
«Αυτοί δεν σκέφτονται σαν εμάς».
Η τελική συμφωνία με ΕΕ και ΔΝΤ
Ηγέτες όπως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί είχαν επενδύσει πάρα πολλά στην ευρωπαϊκή ενότητα για να μετέλθουν τέτοιων στερεοτύπων, αλλά το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο δρούσαν υπαγόρευε να βαδίζουν επιφυλακτικά προς μια συμφωνία για ένα σχέδιο διάσωσης. Παρατήρησα ότι σπανίως ανέφεραν το γεγονός ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας, ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου χρέους των Ελλήνων είχε πάει για την αγορά γερμανικών και γαλλικών εξαγώγιμων προϊόντων – γεγονότα που θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές στους ψηφοφόρους τους το γιατί η διάσωση των Ελλήνων από τη χρεοκοπία ισοδυναμούσε με διάσωση των δικών τους τραπεζών και βιομηχανιών. Ίσως φοβόντουσαν ότι αυτή η παραδοχή θα έστρεφε την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων στις αποτυχίες των Γερμανών και Γάλλων αξιωματούχων που είχαν επιφορτιστεί με την ευθύνη της εποπτείας των τραπεζών. Ή ίσως φοβόντουσαν πως αν οι ψηφοφόροι τους αντιλαμβάνονταν πλήρως τις βαθύτερες συνέπειες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – τον βαθμό στον οποίο το οικονομικό τους πεπρωμένο, καλό ή κακό, είχε δεθεί με το πεπρωμένο εκείνων που δεν είναι «σαν εμάς» – μπορεί και να μην την έβρισκαν τόσο ελκυστική προοπτική, τελικά.
Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές Μαΐου πια, ο φόβος των χρηματαγορών έφτασε στο επίπεδο που ανάγκασε τους Ευρωπαίους ηγέτες να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Συμφώνησαν σε ένα κοινό δανειακό πακέτο ΕΕ-ΔΝΤ, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποπληρώνει το χρέος της για τα επόμενα τρία χρόνια. Και αυτό το πακέτο περιείχε μέτρα λιτότητας, που όλοι ήξεραν ότι ήταν πολύ σκληρά για να μπορέσει να τα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον έδιναν στις άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ την πολιτική κάλυψη που χρειάζονταν για να το εγκρίνουν. Αργότερα την ίδια χρονιά, οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν εκούσες άκουσες σε ένα τείχος προστασίας του μεγέθους που είχε προτείνει ο Τιμ, και χωρίς την πρόβλεψη για υποχρεωτικό «κούρεμα». Οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές παρέμειναν σε κατάσταση παραζάλης για όλο το 2010, και η κατάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Ιταλία παρέμεινε επισφαλής. Χωρίς την πολιτική δύναμη να επιβάλουμε μία μόνιμη λύση στα θεμελιώδη προβλήματα της Ευρώπης, ο Τιμ κι εγώ ήμασταν αναγκασμένοι να αρκεστούμε στο ότι είχαμε συμβάλει να απενεργοποιηθεί προσωρινά άλλη μία βόμβα.
Όσο για τις επιπτώσεις της κρίσης στην αμερικανική οικονομία, η όποια φόρα είχε πάρει η ανάκαμψη στις αρχές του χρόνου τώρα κόπηκε απότομα. Τα νέα από την Ελλάδα έσπρωξαν το αμερικανικό χρηματιστήριο σε μια απότομη βουτιά. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, όπως έδειχναν οι μηνιαίες μετρήσεις, έπεσε επίσης, καθώς οι νέες αβεβαιότητες έκαναν τις διοικήσεις των εταιρειών να αναβάλουν προγραμματισμένες επενδύσεις. Η έκθεση για την αγορά εργασίας του Ιουνίου επέστρεψε σε αρνητικό ισοζύγιο – και θα παρέμενε έτσι ως το φθινόπωρο.
Κι έτσι, το «καλοκαίρι της ανάκαμψης» πήγε περίπατο.