Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, μια ανησυχητική τάση φαίνεται να αναδύεται ανάμεσα στη νέα γενιά στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι νέοι που είναι γεννημένοι μετά το 1990, οι οποίοι παραδοσιακά θεωρούνται πιο προοδευτικοί και αντισυστημικοί, δείχνουν να εμπιστεύονται περισσότερο τηνΖωή Κωνσταντοπούλου σε σχέση με άλλες ηλικιακές ομάδες.
Η πρώην πρόεδρος της Βουλής, παρά τις ακραίες της θέσεις, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στους νέους, οι οποίοι φαίνεται να εκτιμούν την «ανεξαρτησία» και τον αντισυστημικό λόγο της.
Αυτό που παρατηρείται είναι μια διαρκής αναζήτηση για αντισυμβατικές φωνές, χωρίς να γίνεται ουσιαστική ανάλυση του περιεχομένου αυτών των φωνών και της συνέπειας τους.
Η τάση αυτή ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης απογοήτευσης και απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, ωστόσο το γεγονός ότι μια γενιά επιλέγει ηγέτες που χαρακτηρίζονται από ρητορική μίσους, ακραία λόγια και πολιτικές που αμφισβητούν τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την πολιτική ωριμότητα της γενιάς αυτής.
Το 1981, η «γενιά του Πολυτεχνείου», οι τριαντάρηδες εκείνης της εποχής, είχαν μαγευτεί από την δημαγωγία και είχαν εμπιστευτεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνου που τότε παρουσιάστηκε ως «αντισυστημικός», υιοθετώντας το γνωστό σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Έξω οι Βάσεις του θανάτου».
Η ρητορική αυτή, η οποία υπήρξε προϊόν της πολιτικής συγκυρίας της δεκαετίας του 1980, φαινόταν τότε να αντιπροσωπεύει τη ριζοσπαστική αντίθεση στο κατεστημένο και τη φιλοσοφία της αντίστασης στην εξωτερική επιρροή. Σήμερα, όμως, αυτή η «αντισυστημική» φωνή έχει αποδειχθεί ότι είχε σοβαρές παρενέργειες. Οι πολιτικές του Ανδρέα Παπανδρέου, με τις υποσχέσεις του για κοινωνική ευημερία χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, άφησαν πίσω τους μια σειρά από οικονομικά αδιέξοδα, αυξανόμενα χρέη και διογκωμένες παθογένειες του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτή τη λογική, αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, παρά τις αντιφάσεις του, παρουσίασε αρχικά την εικόνα του «αντισυστημικού» και του ηγέτη που θα ανατρέψει τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις.
Ο Τσίπρας με τον ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε την υποστήριξη πολλών νέων με τη ρητορική του για την ανατροπή των μνημονίων και την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του χρέους. Ωστόσο, αυτή η ελπίδα για ριζικές αλλαγές κατέρρευσε το 2015, όταν η κυβέρνηση του υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και αποδέχθηκε όρους που ήταν πιο αυστηροί από αυτούς που καταγγέλλονταν στο παρελθόν.
Η πολιτική του Τσίπρα, αν και ξεκίνησε με μεγάλες υποσχέσεις για αλλαγή, καταλήγει να αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα «αντισυστημικής» ρητορικής χωρίς ουσιαστική συνέπεια, με την Ελλάδα να παραμένει εγκλωβισμένη στις παθογένειες του χρέους και την πολιτική αβεβαιότητα.
Η επιστροφή στις ιδέες του Παπανδρέου και του Τσίπρα, που κάποτε κυριάρχησαν με τον αντιευρωπαϊσμό και την αντινατοϊκή ρητορική, φαίνεται να παραβλέπει τα σοβαρά λάθη του παρελθόντος.
Τη στιγμή που ο Παπανδρέου και οι πολιτικές του δημιούργησαν βάρη για τη χώρα, οι νέοι σήμερα, επιλέγοντας αντισυστημικούς ηγέτες όπως η Κωνσταντοπούλου, κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν σε μια πολιτική λογική που οδηγεί σε άγονες αντιπαραθέσεις χωρίς λύσεις για τα πραγματικά προβλήματα.
Ο Τσίπρας, ο οποίος κατάφερε να συσπειρώσει την νεολαία γύρω από το όραμά του για «την ανατροπή του κατεστημένου», άφησε πίσω του μια σειρά από απογοητεύσεις και διαψεύσεις, αποδεικνύοντας ότι η ρητορική του αντισυστημισμού, αν δεν συνοδεύεται από ουσιαστικές αλλαγές και πολιτική σταθερότητα, οδηγεί σε αποτυχία.
Είναι αυτονόητο ότι η φιλολογία περί «αντισυστημικότητας» και αντίστασης στις εξωτερικές πιέσεις έχει την έλξη του, όμως αυτή η αντίσταση συχνά οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις και πολιτικές που αποδυναμώνουν τη χώρα από την πραγματική πρόοδο.
Οι σημερινοί νέοι, αναζητώντας ηγέτες που αντιστέκονται στο «σύστημα», φαίνεται να ξεχνούν ή να αγνοούν το γεγονός ότι πολλές από τις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές παθογένειες είναι αποτέλεσμα πολιτικών που ακολουθήθηκαν από εκείνες τις «αντισυστημικές» φωνές του παρελθόντος.
Η επιστροφή στις αντισυστημικές ρητορικές του παρελθόντος, είτε πρόκειται για τον Παπανδρέου, τον Τσίπρα ή τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αποδεικνύει την επιμονή μιας γενιάς να γοητεύεται από την ιδέα της «ανατροπής» χωρίς να εξετάζει τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών. Το ζήτημα δεν είναι να συνεχίσουμε να γοητευόμαστε από ρητορική που αντιστρατεύεται κάθε μορφή συστήματος, αλλά να αναγνωρίσουμε ότι οι πραγματικές αλλαγές και η πολιτική πρόοδος απαιτούν στρατηγικές που προάγουν τη σταθερότητα, τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση και τη διακυβέρνηση με όραμα για το μέλλον.