Χαρακτηριστική είναι η αντοχή που επέδειξε ο πρωθυπουργός σε εσωτερικές κρίσεις, που θα μπορούσαν κάλλιστα να πλήξουν το προσωπικό του προφίλ γεγονός που αιτιολογείται και από τη διείσδυση σε πολιτικούς χώρους πέραν της (Κεντρο)δεξιάς και την απήχηση κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες και τάξεις.

Γράφει η ΕΡΣΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει στο ενεργητικό του μια σπάνια δημοσκοπική επίδοση: το ότι το προβάδισμά του στις θετικές αξιολογήσεις ως προς τη δημοτικότητα και στο ερώτημα περί καταλληλότητας για την πρωθυπουργία καταγράφηκε μεν όταν ακόμη ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης –πριν δηλαδή από τις εκλογές του 2019–, αλλά διατηρείται ακόμη και σήμερα που είναι πρωθυπουργός.

Κι αν αυτό έμοιαζε φυσιολογικό κατά την περίοδο της πανδημίας, όπου ο πολιτικός χρόνος «πάγωσε», ή νωρίτερα, με την ελληνοτουρκική κρίση στον Εβρο, όπου η πολιτική θεωρία ορίζει ότι η πλειονότητα των πολιτών συσπειρώνεται γύρω από τον (εκάστοτε) ηγέτη της, το ερώτημα είναι πώς καταφέρνει να διατηρεί αυτό το προβάδισμα μετά από μία «γεμάτη» τετραετία και εν όψει εκλογών;

Χωρίς αντιπάλους

Η πρώτη, αυθόρμητη απάντηση φαντάζει απλοϊκή, αλλά και αληθινή: Το φαινόμενο οφείλεται στην αδυναμία των αντιπάλων του να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους πολίτες. Από τη μία πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας συμπλήρωσε πλέον 15 χρόνια στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κι έχει στην πλάτη του 4,5 χρόνια κυβερνητικής θητείας - για τα οποία μάλιστα η αξιολόγηση των ίδιων των πολιτών, όπως προκύπτει από τις ίδιες δημοσκοπήσεις, δεν είναι δα και η καλύτερη δυνατή. Από την άλλη πλευρά, ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ένας αρχηγός που δεν έχει μετρήσει τις δυνάμεις του σε κάποια εκλογική αναμέτρηση, ενώ επιπλέον είχε την ιδιαιτερότητα να μην είναι βουλευτής κι έτσι να μην έχει έως τώρα την ευκαιρία να αντιπαρατεθεί από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων με τους Μητσοτάκη-Τσίπρα. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον βάσει των ποσοστών του ο δεύτερος, αλλά ο τρίτος πόλος του πολιτικού συστήματος.

Θέμα εμπιστοσύνης

Η Ιστορία πάντως έχει αποδείξει πολλάκις –και όχι μόνο στην Ελλάδα– ότι τις εκλογές δεν τις κερδίζει πάντα ο καταλληλότερος και ο δημοφιλέστερος. Αρα, η αδυναμία των αντιπάλων του κ. Μητσοτάκη σίγουρα δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που καθιστά τον σημερινό πρωθυπουργό κυρίαρχο στις δημοσκοπήσεις, καθώς η Ν.Δ. επίσης προηγείται καθαρά στην πρόθεση και εκτίμηση ψήφου. Η εμπιστοσύνη αυτή των πολιτών στο κυβερνών κόμμα προκύπτει συνεπώς ξεκάθαρα από το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης υπερέχει στην ευθεία σύγκριση με τους Τσίπρα-Ανδρουλάκη ως προς την «κυβερνησιμότητα» και κυρίως από το γεγονός ότι, με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, υπερέχει στα ζητήματα του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα» της διακυβέρνησης. Ποια είναι αυτά; Η διαχείριση κρίσεων, η εξωτερική πολιτική και η εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό, η οικονομία, οι επενδύσεις κ.τ.λ.

Ευρύ κοινό

Το τελευταίο είναι και ο λόγος για τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης –και κατά συνέπεια η Ν.Δ.– εμφανίζει δύο ακόμη χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η διείσδυση σε πολιτικούς χώρους πέραν της (Κεντρο)δεξιάς και το δεύτερο είναι η απήχηση κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες και τάξεις - με τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνουν «κεφάλι» στις νέες ηλικίες και τα κατώτερα στρώματα. Ενα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η αντοχή που επέδειξε ο πρωθυπουργός σε εσωτερικές κρίσεις, που θα μπορούσαν κάλλιστα να πλήξουν το προσωπικό του προφίλ, όπως η υπόθεση των παρακολουθήσεων. Προφανώς η σύνδεση με τα προηγούμενα είναι άμεση: Η ευθεία σύγκριση με τους άλλους αρχηγούς και ιδίως η ικανότητα που επέδειξε ο κ. Μητσοτάκης στη διαχείριση κρίσεων, επιδεικνύοντας μεταξύ άλλων το πρωτόγνωρο για την ελληνική πολιτική σκηνή θάρρος να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη στις περιπτώσεις λαθών και παραλείψεων, είναι στοιχεία που συμβάλλουν στη διατήρηση των υψηλών ποσοστών δημοφιλίας του και των θετικών απαντήσεων στο ερώτημα περί καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.

Εν μέσω προεκλογικής περιόδου και εν όψει της διπλής, ως φαίνεται, κάλπης, τούτο φάνηκε ξεκάθαρα και με την τραγωδία των Τεμπών: Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την τραγωδία, ουχί με επικοινωνιακούς όρους, αλλά στο πεδίο, ήταν αυτός που βοήθησε να εκτονωθεί η –φυσιολογική– οργή των πρώτων εβδομάδων. Ετσι, βάσει των δημοσκοπήσεων, η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στον πρωθυπουργό και τη Ν.Δ. παραμένει σε υψηλά επίπεδα και οι διαφαινόμενες απώλειες «μαζεύονται» ακριβώς λόγω της σύγκρισης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και τη δεδομένη υπεροχή Μητσοτάκη-Ν.Δ. στα ζητήματα του «σκληρού πυρήνα» διακυβέρνησης. Πολύ περισσότερο όταν το βασικό δίλημμα της κάλπης είναι «Μητσοτάκης ή Τσίπρας;». Ετσι, από την άλλη πλευρά, οι υψηλοί τόνοι στους οποίους επιμένει ο κ. Τσίπρας και η απεύθυνσή του σε ένα σαφώς πιο φανατικό κοινό –που είναι και αριθμητικά περιορισμένο– μάλλον λειτουργούν αντίστροφα και ενισχύουν τα χαρακτηριστικά του κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ., παρά δίνουν πόντους στον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ στην τελική ευθεία προς τις κάλπες.