Το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε κόμμα της μιζέριας, με έναν πολιτικό λόγο τοξικότητας και κινδυνολογίας, επιχειρώντας να τα εμφανίσει όλα μαύρα κι άραχλα στη χώρα, υποδεικνύοντας πάντα την κυβέρνηση ως υπεύθυνη για όλα τα δεινά.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μετατρέψει το κόμμα του σε παρακολούθημα των συντριμμιών του ΣΥΡΙΖΑ. Εχει πέσει ουσιαστικά στην πολιτική παγίδα που του έχουν στήσει οι επίδοξοι δελφίνοι, Παύλος Γερουλάνος και Χάρης Δούκας, εμφανίζοντας το ΠΑΣΟΚ ως τον «αδύναμο κρίκο» μιας αυτόνομης καθόδου.
Τα δύο στελέχη προτάσσουν συχνά-πυκνά την άποψη ότι το Κίνημα μπορεί να ηγηθεί του λεγόμενου προοδευτικού χώρου και μέσα από συμμαχίες και στρατηγικές επιλογές, να ξεπεράσει τα αντικειμενικά εμπόδια της περιορισμένης κοινοβουλευτικής δύναμής του. Μόνο που μπροστά στο ενδεχόμενο να δημιουργήσει νέο κόμμα ο Αλέξης Τσίπρας, αυτή η πρόταση φαντάζει πλέον όλεθρος για το ΠΑΣΟΚ και εφιάλτης για τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Οριστικά χαμένος
Και το εύκολο ερώτημα που προκύπτει, μέσα σε όλες αυτές τις δυσοίωνες συγκυρίες, είναι το εξής: Θα μπορέσει η Χαριλάου Τρικούπη να ξεκολλήσει από το τέλμα στο οποίο δείχνει να εγκλωβίζεται ή θα χάσει τις όποιες αναφορές έχει στο προοδευτικό κέντρο και θα ομαδοποιηθεί με τα κόμματα διαμαρτυρίας και τον αντισυστημισμό; Ταυτόχρονα, ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ολοφάνερο πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής: έχει ξύλινο, πρακτικά βαρετό λόγο, από τον οποίο δεν απουσιάζουν οι παλινωδίες, κάτι που αποτρέπει τους εν δυνάμει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να στραφούν σε αυτό.
Η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κεφαλαιοποιήσει την όποια κοινωνική δυσαρέσκεια προκάλεσε το προηγούμενο διάστημα η τραγωδία των Τεμπών, γεννά ερωτήματα. Όπως ερωτήματα δημιούργησε και η ετερόκλητη συμμαχία στην κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, ενώ αντιδράσεις υπήρξαν ακόμη και εντός κόμματος.
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό ότι το κόμμα θα απευθυνθεί σε όλα τα κόμματα του λεγόμενου προοδευτικού τόξου, υπήρξαν μουρμούρες για τον κίνδυνο να φανεί ότι συμπορεύεται με αντισυστημικές δυνάμεις. Η αναφορά αφορούσε κυρίως την Πλεύση Ελευθερίας, καθώς η επιθετική ρητορική της Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν είναι αποδεκτή απ’ όλους στο ΠΑΣΟΚ.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που επιχειρούν διαφορετική ανάγνωση. Πρόκειται για μερίδα στελεχών που δεν έχουν κρύψει ότι τάσσονται υπέρ ενός πιο αριστερού προσανατολισμού του κόμματος και της επιστροφής στις κινηματικές ρίζες του. Αυτοί είδαν θετικά τη συμπόρευση με τις δυνάμεις στα αριστερά τους, καθώς θεωρούν ότι το κεντρώο ακροατήριο έχει μετακινηθεί κατά κύριο λόγο προς τη ΝΔ και δεν είναι εύκολο να διεκδικηθεί.
Μάλιστα, οι Παύλος Γερουλάνος και Χάρης Δούκας το δήλωσαν και δημόσια, με τον δήμαρχο Αθηναίων να προτάσσει συνέχεια ως πετυχημένο δείγμα το μοντέλο του δεύτερου γύρου στις δημοτικές εκλογές, όπου συντεταγμένα το προοδευτικό τόξο κατάφερε να κερδίσει την Αθήνα, άποψη που ωστόσο δεν απηχεί ακριβώς την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί το γεγονός ότι πολλοί κεντροδεξιοί δεν προσήλθαν στην κάλπη, θεωρώντας σίγουρη τη νίκη του Κ. Μπακογιάννη λόγω και της μεγάλης διαφοράς του πρώτου γύρου, αλλά και η εκλογή του Νίκου Χαρδαλιά από τον πρώτο κιόλας γύρο στην Περιφέρεια Αττικής, ευνόησαν τον Χάρη Δούκα.
Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους –πολλούς– μήνες στο ΠΑΣΟΚ περιγράφεται ως διαχείριση της μιζέριας ενός κόμματος που βρέθηκε για χρόνια στην εξουσία και θεωρητικά θα έπρεπε να αποτελεί εναλλακτική πρόταση. Αντιθέτως, το μόνο που διεκδικεί από τις δημοσκοπήσεις αλλά και τις επικείμενες εθνικές εκλογές είναι η δεύτερη θέση, χωρίς να εστιάζει στο μεγάλο πρόβλημά του που είναι η διψήφια διαφορά του από τη Νέα Δημοκρατία.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης εμμένει στην πολιτική της τοξικότητας, της ανεύθυνης στάσης, με εξαιρετικά περιορισμένες φιλοδοξίες, κάτι που έχει γίνει πλέον αντιληπτό από τους ψηφοφόρους.
Γι’ αυτό η ΝΔ εξακολουθεί να παίζει χωρίς αντίπαλο, με μοναδική ανησυχία ενδεχόμενες διαρροές προς τα δεξιά, γεγονός που μάλλον δεν μπορεί να κάνει υπερήφανο το ΠΑΣΟΚ.
Φόρα κατηφόρα
Το πρώτο ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για τη Χαριλάου Τρικούπη ήταν οι διπλές εκλογές του 2012, όταν μετά την εντυπωσιακή επάνοδό του στην εξουσία το 2009 με 43,9%, τον Ιούνιο του 2012 απώλεσε 2,2 εκατομμύρια ψήφους, λαμβάνοντας 13,2%, ποσοστό χαμηλότερο ακόμη και από εκείνο που είχε αποσπάσει όταν πρωτοεμφανίσθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή, το 1974 (13,4%).
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εκλογική αφαίμαξη που παρατηρήθηκε ποτέ στη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία της χώρας. Οι ίδιες οι κοινωνικές δυνάμεις («οι μάζες», για να θυμηθούμε έναν ντεμοντέ όρο), οι οποίες, μετά τη δικτατορία, πίστεψαν στις υποσχέσεις της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη, ταυτίστηκαν μαζί του και το στήριξαν επί σχεδόν 35 χρόνια, το εγκατέλειψαν, διαρρηγνύοντας τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε οικοδομήσει, τόσο στη θυελλώδη περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης, όσο και μετά το 1981, με μοχλό τη διακυβέρνησή του.