Η βίαιη ακύρωση της εκδήλωσης με θέμα «Μεταβαλλόμενα τοπία της εβραϊκής λογοτεχνίας» στο πλαίσιο της 21ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο.

Δεν πρόκειται απλώς για μια διαμαρτυρία, που ξέφυγε ή για μια... «παρεξήγηση» σε ένα πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον. Πρόκειται για μια πράξη φίμωσης, ηθελημένη και στοχευμένη, η οποία εντάσσεται σε μια πολύ παλαιότερη, σκοτεινή παράδοση: Την παράδοση της καταπίεσης της σκέψης και της απαγόρευσης του λόγου μέσω της βίας.

Οι διαδηλωτές δεν επέλεξαν να διαφωνήσουν, να αντιπαρατεθούν, να εκφράσουν κριτική... Επέλεξαν να επιτεθούν. Να διακόψουν, να εκφοβίσουν, να απαγορεύσουν. Έδρασαν με την αυταρέσκεια εκείνου, που πιστεύει, πως η δική του αλήθεια είναι, όχι μόνο απόλυτη, αλλά και μοναδική. Δεν άφησαν τον Ισραηλινό συγγραφέα να μιλήσει...

Έναν άνθρωπο, που ήθελε να παρουσιάσει έργα αυτοκριτικής του εβραϊκού λογοτεχνικού κόσμου, να αναδείξει τις άλλες φωνές εντός του ίδιου του Ισραήλ. Αν είχαν ακούσει, θα μάθαιναν για το Khirbet Khizeh του S. Yizhar, μια τολμηρή, πρώιμη καταδίκη της εκδίωξης Παλαιστινίων από τα χωριά τους το 1948. Θα άκουγαν για την Maktoob, μια εβραιο-αραβική κολεκτίβα, που παλεύει, με εργαλείο, τη λογοτεχνία, για συνύπαρξη.

Αλλά δεν ήρθαν να ακούσουν. Ήρθαν να σβήσουν.

Και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: Αυτή η επιθυμία να σβήσουν μια φωνή, ένα έργο, μια διαφορετική θέαση, έχει ιστορικό βάθος. Έρχεται από πολύ πίσω... Από τις ταραγμένες εποχές όπου τα βιβλία δεν τα συζητούσαν, τα έκαιγαν.

Το 1933, στη ναζιστική Γερμανία, φοιτητές και παραστρατιωτικοί του καθεστώτος συγκεντρώθηκαν για να κάψουν δημόσια τα έργα Εβραίων, σοσιαλιστών, φιλελεύθερων, αντιφρονούντων. Με φωτιές στις πλατείες, αφαιρούσαν το δικαίωμα ύπαρξης σε ιδέες που δεν ταίριαζαν με την τότε κυρίαρχη ναζιστική κοσμοθεωρία. Οι λέξεις δεν έπρεπε να αντικρούονται, έπρεπε να εξαφανίζονται! Η μνήμη να διαγράφεται! Η διαφορετική φωνή να πνίγεται, πριν ειπωθεί!

Ακριβώς σ’ αυτήν την παράδοση εντάσσονται όσοι επιβάλλουν σιωπή στις αίθουσες του λόγου. Δεν χρειάζονται πια οι φλόγες, αρκούν τα συνθήματα, η τρομοκράτηση, η προπαγάνδα... Ότι κάθε Ισραηλινός είναι «εκπρόσωπος του σιωνισμού» και ότι κάθε λογοτεχνική αναφορά από αυτόν είναι «ξέπλυμα εγκλημάτων». Είναι η ίδια λογική, που λέει, ότι δεν υπάρχει αθώος ανάμεσα στους εχθρούς και άρα δεν χρειάζεται διάλογος... Μόνο φίμωση.

Είναι η απόλυτη μηχανή του ολοκληρωτισμού!

Η βιβλιοθήκη απέναντι στη φωτιά!

Η λογοτεχνία είναι, ιστορικά, το καταφύγιο των σύνθετων φωνών. Εκεί όπου η ανθρώπινη εμπειρία –πληγωμένη, αντιφατική, ασυμφιλίωτη– μπορεί να εκφραστεί χωρίς λογοκριτικό μαχαίρι. Εκεί που ο πόνος των Παλαιστινίων μπορεί να βρει χώρο, αλλά μαζί του και η αγωνία εκείνων των Ισραηλινών, που μπορεί να μην συμφωνούν με όλα όσα κάνουν κατά καιρούς οι ηγεσίες τους. Ο συγγραφέας, που δεν πρόλαβε να μιλήσει στην Έκθεση δεν ήρθε να δικαιολογήσει μια πολιτική, αλλά να μιλήσει για τη δυνατότητα συνύπαρξης μέσα από τον λόγο.

Οι σκοταδιστές δεν τον άφησαν. Και ακόμη πιο ανησυχητικό το γεγονός ότι δεν έδρασαν μόνοι τους. Τους στήριξαν οι «χειροκροτητές της σιωπής».

Ορισμένοι εκδότες, συγγραφείς και φορείς του βιβλίου χειροκρότησαν την βίαιη ακύρωση της εκδήλωσης. Πανηγύρισαν για τη επιβληθείσα σιωπή, αντί να την καταγγείλουν. Αυτό δεν είναι απλώς υποκρισία, είναι ήττα! Γιατί, όταν οι θεματοφύλακες της έκφρασης υποκύπτουν στον φανατισμό, τότε το βιβλίο δεν είναι πλέον άμυνα απέναντι στο σκοτάδι, είναι άλλοθί του!

Τι νόημα έχει να εκδίδεις βιβλία αν γιορτάζεις τη φίμωση άλλων βιβλίων; Τι αξία έχει να γράφεις, όταν αποδέχεσαι ότι μερικές φωνές δεν αξίζουν να ακουστούν, όχι επειδή είναι ανήθικες ή βίαιες, αλλά επειδή δεν συμφωνούν με τον δικό σου πόνο;

Η ελευθερία του λόγου δεν είναι προνόμιο για τους «σωστούς». Είναι υποχρέωση απέναντι στους δύσκολους, στους ενοχλητικούς, στους διαφορετικούς. Γιατί από εκεί γεννιέται ο διάλογος, όχι από την επιβολή.

Η λογοτεχνία δεν πολεμά με στρατούς, αλλά με συνείδηση!

Κι αν σήμερα δεν υπερασπιστούμε τη δυνατότητα ενός συγγραφέα να μιλήσει για τις εσωτερικές του αντιφάσεις, αύριο δεν θα μπορεί κανείς να μιλήσει για τίποτα.

Η λογοτεχνία –και μαζί της ο πολιτισμός– δεν μπορεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία όπου κάθε λέξη περνά από ιδεολογικό φίλτρο, όπου κάθε σκέψη κρίνεται πρώτα από το στρατόπεδο στο οποίο ανήκει ο εκφραστής της. Σε μια τέτοια κοινωνία, δεν υπάρχει γνώση, δεν υπάρχει πρόοδος. Μόνο ανακύκλωση μίσους και ομοφωνία με το ζόρι.

Το σκοτάδι του φανατισμού δεν σβήνει με συνθήματα. Σβήνει με λέξεις. Με λέξεις, που επιμένουμε να λέγονται, ακόμη κι όταν κάποιοι θέλουν να τις κάνουν στάχτη!

Αυτό δεν είναι μια πολιτική στάση... Είναι το ελάχιστο καθήκον ενός ανθρώπου, που σέβεται το βιβλίο...