Αν κάτι χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο των τελευταίων ετών, είναι η σχεδόν εμμονική προσπάθεια της αντιπολίτευσης να παρουσιάσει τη Νέα Δημοκρατία ως… τέρας καταστολής της ενημέρωσης. Το αφήγημα που πουλάει εύκολα, ειδικά στα social, στις οργανωμένες φυλές του «αντι-». Μόνο που, όπως είπε με τον ευθύ και καθαρό τρόπο του ο Παύλος Μαρινάκης, όντας καλεσμένος πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή, η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας.

Σε μια τοποθέτηση που έκανε θόρυβο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήρε ένα προς ένα περιστατικά επιθέσεων σε δημοσιογράφους. Όχι θεωρητικά, όχι υποψίες και αοριστίες, αλλά συγκεκριμένα και με ονοματεπώνυμα. Και το αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι οι περισσότερες «βολές» κατά δημοσιογράφων, είτε λεκτικές είτε θεσμικές, δεν ήρθαν από τη «δεξιά αυταρχική κυβέρνηση», αλλά από εκείνους που με τόσο στόμφο δηλώνουν προστάτες της ελευθερίας του Τύπου.

Πάντα έτσι ήταν

Το πιο πρόσφατο περιστατικό ήταν και το πιο ηχηρό. Ο διευθυντής της «Αυγής», της κομματικής εφημερίδας του ΣΥΡΙΖΑ, Σπύρος Σουρμελίδης, παραιτήθηκε γιατί –όπως λέγεται ευρέως– το πρωτοσέλιδο δεν άρεσε στο κόμμα. Όχι, δεν ήταν λογοκρισία της ΝΔ. Δεν ήταν παρέμβαση «κακών συμφερόντων». Ήταν ξεκάθαρη, άμεση κομματική πίεση. Το να αλλάζεις διευθυντές επειδή δεν σου αρέσουν οι τίτλοι, δεν το λες ακριβώς ελευθεροτυπία. Το λες «έτσι λειτουργούσαν πάντα», και κάποιοι δυσκολεύονται να ξεκολλήσουν από τα παλιά.

Λίαν προσφάτως, δε, ο Σταμάτης Ζαχαρός δέχθηκε δημόσια επίθεση από τον Ανδρέα Νεφελούδη, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο είχε καλέσει στην εκπομπή του στο One. Χωρίς περιστροφές, χωρίς προσχήματα. Γιατί; Επειδή δεν του άρεσαν τα όσα λέγονταν. Τόσο απλά. Ένα κλασικό επεισόδιο πολιτικής στοχοποίησης.

Τα ίδια και στην Πάτρα, όπου συνδικαλιστές τα έβαλαν με τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Ρηγόπουλο επειδή επιχείρησε να καταγράψει την ένταση ανάμεσα σε συνδικαλιστές και σε εργαζομένους που δεν ήθελαν να απεργήσουν. Και όχι, δεν ήταν οι «κακοί δεξιοί». Ηταν πάλι η άλλη πλευρά, η πλευρά που διακηρύσσει ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις φωνές – αρκεί αυτές οι φωνές να λένε ακριβώς αυτό που θέλει το κόμμα.

Ο κ. Μαρινάκης δεν θα μπορούσε να παραλείψει τον Παύλο Πολάκη. Γιατί, είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τα πολιτικά του πιστεύω, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας έχει αφήσει ιστορικό σχεδόν… ενεργητικών προγραφών.

Στοχοποίηση δημοσιογράφων με ονοματεπώνυμο, λίστες, απειλές, ειρωνείες. Ένα ύφος που δεν κρύβεται και δεν ξεπλένεται.

Όταν η επίθεση γίνεται καθημερινότητα, παύει να είναι «στιγμιαίο λάθος». Γίνεται ταυτότητα. Ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας στην «Ιθάκη» τον έβγαλε στη σέντρα για εκείνη την άθλια ανάρτηση με στοχοποίηση δημοσιογράφων.

Ο Δημήτρης Παπαδημούλης, πρώην ευρωβουλευτής της Αριστεράς, είχε επιτεθεί στον Μάνο Βουλαρίνο επειδή δεν του άρεσαν τα σχόλιά του. Το μοτίβο ίδιο: όταν η άποψη δεν συμφωνεί με την κομματική γραμμή, τότε «βρομάει». Η παλιά λογική, ο παλιός κόσμος. Από κοντά και η Έλενα Ακρίτα, η οποία έχει χτίσει ολόκληρη «σχολή» επιθέσεων σε δημοσιογράφους, συμπεριλαμβανομένου του Άγγελου Προβολισιάνου του «Documento». Και δεν είναι καν κρυφό. Είναι το στιλ της. Απλώς κάποιοι το παρουσιάζουν ως «μαχητικότητα», όταν στους άλλους το λένε «φασισμό». Και η Ακρίτα, γνωστή για την ξερολίασή της, στοχοποιεί τους πάντες, ακόμη κι αν δεν της αρέσει… το φόρεμα – θυμάστε τι είχε γράψει κάπου για την Κατερίνα Παναγοπούλου του Mega. Ακριτικός σεξισμός και φασισμός!

Η δε Ζωή Κωνσταντοπούλου αποχώρησε εξοργισμένη από συνέντευξη στο Action24 επειδή δεν της άρεσαν οι ερωτήσεις των παρουσιαστών και το ίδιο έπραξε και αργότερα στον ΣΚΑΪ με τη Φαίη Μαυραγάνη που δεν έχει ενοχλήσει ή πειράξει ούτε μύγα. Οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους, παίρνουν απαντήσεις. Η πολιτικός; Απλώς κατηγορεί και αποχωρεί. Πρωτοτυπία μηδέν.

Επίσης, η Μιλένα Αποστολάκη άφησε άφωνους τους πάντες όταν δήλωσε ότι δεν δέχεται συγκεκριμένη ερώτηση στην ΕΡΤ. Τελικά, το πρόβλημα δεν είναι ποιος ρωτάει, αλλά αν η ερώτηση βολεύει. Κάπως έτσι, η συζήτηση με στόχο την ελεύθερη ενημέρωση μετατρέπεται σε σκηνοθετημένη παράσταση.

Φιδέμποροι, μακριά!

Ο Παύλος Μαρινάκης ανέφερε δέκα περιστατικά επειδή του ζήτησαν δέκα. Η πραγματικότητα έχει δεκάδες. Όλα καταγεγραμμένα, δημόσια, χωρίς παρερμηνείες. Και το επιχείρημά του είναι απλό: ψάξτε να βρείτε αντίστοιχα περιστατικά από την κυβέρνηση. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο.

Και φυσικά, όπως τόνισε, δεν τα λέει η ΝΔ. Τα λέει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ίδια Κομισιόν που αξιολογεί με βάση ΜΚΟ, οργανώσεις, ανεξάρτητους δείκτες. Και αναγνωρίζει «εντυπωσιακή πρόοδο» στην Ελλάδα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη στο ζήτημα ελευθερίας του Τύπου. Ο κ. Μαρινάκης κλείνει με μια φράση κοφτή: «Να μην πιστεύουν φιδέμπορους». Γιατί, πράγματι, κάποιοι προσπαθούν να πουλήσουν φόβο και μύθο. Να κατασκευάσουν εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν.

Μόνο που η πραγματικότητα δεν κρύβεται πίσω από αναρτήσεις. Έχει ονόματα, περιστατικά και μια αλήθεια που όσο κι αν ενοχλεί, δεν μασάει: οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων προέρχονται διαχρονικά από αυτούς που παριστάνουν τους προστάτες τους. Οι υπόλοιποι απλώς κάνουν τη δουλειά τους.