Γράφει ο Χάρης Παυλίδης
Η Αριστερά έχει ιδιαίτερη έφεση να γυρνάει στο παρελθόν και να σκαλίζει τις μνήμες θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα διατηρήσει ζωντανή την ιστορία που η ίδια έγραψε προσδίδοντας σ’ αυτές ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Συνήθως αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που τα στελέχη της Αριστεράς αναζητούν μια ρεβάνς από την ιστορία. Ακόμα και όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ, το βασικό τους μέλημα δεν είναι η διακυβέρνηση της χώρας με προοπτική το μέλλον, αλλά η μόχλευση του παρελθόντος με στόχο την ιδεολογικοποίηση της μνήμης.
Η Αριστερά οφείλει την ύπαρξή της στο μετεμφυλιακό κλίμα, αφού σε διαφορετική περίπτωση και υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε «αγιοποιηθεί» η δράση της. Δεν θα είχαν καταγραφεί ως ήρωες οι αντάρτες που σκοπός τους ήταν η σοβιετοποίηση της χώρας. Και φυσικά δεν θα είχαν ενοχοποιηθεί, με τη συμβολή των ιστορικών, οι δημοκρατικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς που σταμάτησαν ένα εν εξελίξει δυστύχημα της ιστορίας: να αποκτήσει η Ελλάδα τον «πατερούλη» της.
Το λάθος των φιλελεύθερων κομμάτων –και στη μεταπολίτευση– είναι ότι επέτρεψαν στην Αριστερά να έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής ερμηνείας του παρελθόντος. Κι αυτό το λάθος αξιοποιεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, και όσοι από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις αισθάνονται «τύψεις» μήπως και στιγματιστούν ως… δεξιές. Σκεφτείτε ότι γεγονότα που συνέβησαν πριν από δεκάδες χρόνια, αλλά και πριν από αιώνες, αποτελούν σήμερα το αφήγημα μιας συντηρητικής στην κυριολεξία προοδευτικότητας.
Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν τη σημασία τους. Κάθε άλλο. Ωστόσο, συνέβησαν και ασφαλώς καμία πλευρά δεν μπορεί να τα αλλάξει, και πολύ περισσότερο να επιχειρήσει να κάνει διάκριση ανάμεσα στο τι είναι αληθινό και τι είναι ψευδές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να μοιραζόμαστε την ίδια ερμηνεία των γεγονότων ή να συμφωνούμε για τα συναισθήματα που προκαλούν. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει στο παρελθόν, το οποίο χρησιμοποιεί διχαστικά ώστε να υπονομεύσει τη συναίνεση που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά προβλήματα του παρόντος και να ανοίξει ο διάλογος για το μέλλον.