Για το θέμα της ανταποδότικότητας των εισφορών σε σχέση με τη σύνταξη, αλλά και το ύψος των συντάξεων στην Ελλάδα, μίλησε άλλων ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου στην ΕΡΤ.
Απαντώντας στο ερώτημα αν οι εισφορές στη χώρα μας έχουν και την ανάλογη ανταποδοτικότητα τόσο στο θέμα των συντάξεων όσο και των παροχών ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε «από αυτό το νούμερο, το οποίο ανέφερε η κα Γράβου, που είναι όντως γύρω στο 35%, αυτή τη στιγμή οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης συνολικά, είναι γύρω στο 20%, οι οποίες είναι για την κύρια σύνταξη και για όσους έχουν επικουρική σύνταξη είναι 6% επιπρόσθετα, τα υπόλοιπα πηγαίνουν για άλλους λόγους. Το δεύτερο είναι ότι με τις τελευταίες μειώσεις που έχουμε κάνει στην Ελλάδα από τις ευρωπαϊκές χώρες είμαστε περίπου στο μέσο της κατανομής. Στον ΟΟΣΑ έχετε δίκιο, είμαστε λίγο πιο πάνω από το μέσο, αλλά είναι γιατί είναι και διάφορες άλλες χώρες οι οποίες δεν έχουν ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικού κράτους, διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες που μπήκαν τα τελευταία χρόνια. Τώρα να έρθουμε στο κύριο ερώτημά σας. Το σύστημα το οποίο έχουμε είναι ένα σύστημα το οποίο λέγεται διανεμητικό. Διανεμητικό είναι ένα σύστημα στο οποίο υποτίθεται ότι οι τωρινές συντάξεις πληρώνονται από τις εισφορές των τωρινών εργαζομένων. Καταλαβαίνετε πολύ καλά ότι τα συστήματα αυτά δουλεύουν καλά όταν έχουμε πολλούς εργαζόμενους, λίγους συνταξιούχους.
»Όταν αλλάζει αυτό το σύστημα, δηλαδή έχουμε πολλούς συνταξιούχους και σχετικά λίγους εργαζόμενους αυτά τα συστήματα αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι και με αυτά τα πράγματα, τα οποία είπατε, το λίγο λιγότερο από το μισό της δαπάνης τις οποίες έχουμε για κύριες συντάξεις, τις οποίες ανέφερε προηγουμένως ο κύριος Τσίρος, καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό. Δεν καταβάλλεται από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και μάλιστα αυτή η συνεισφορά του προϋπολογισμού δεν καλύπτει μόνο τις εθνικές συντάξεις. Καλύπτει και ένα σημαντικό τμήμα των ανταποδοτικών συντάξεων. Και το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να σκεφτούμε αυτό εδώ το λεγόμενο ποσοστό αναπλήρωσης. Δηλαδή τι είναι αυτό το οποίο είναι η σύνταξη σε σχέση με το μέσο μισθό. Δηλαδή κάποιος δεν μπορεί να περιμένει να έχει μια πολύ υψηλή σύνταξη όταν αυτό δεν έχει, ακόμα και με όσους εργαζόμενους έχουμε, που να είναι κάποιο πολύ υψηλό μισθό. Δηλαδή αυτό το νούμερο το οποίο είπατε προηγουμένως, 840 από την κύρια και σχεδόν 200 από την επικουρική, βγάζει ένα νούμερο το οποίο είναι λίγο παραπάνω από 1000 ευρώ μικτά. Αν δείτε το αντίστοιχο μικτό, πόσος είναι ο μέσος μισθός, βγαίνει ένα λεγόμενο ποσοστό αναπλήρωσης στο οποίο από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τον υψηλότερο λόγο η Ελλάδα. Οπότε ναι, το καταλαβαίνω, όλοι θα θέλαμε να ήταν πολύ υψηλότεροι και οι μισθοί και οι συντάξεις και όλα τα υπόλοιπα πράγματα, αλλά αν λάβουμε υπόψιν μας και όλα τα υπόλοιπα για το ποια είναι η εισφορά του προϋπολογισμού και ποιο είναι το σύστημά μας εδώ είμαστε».
Έχει μειωθεί πολύ η ανεργία
Σε άλλο σημείο ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε «ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεών μας είναι συγκεκριμένος. Δηλαδή υπάρχει ένα κομμάτι που είναι η εθνική σύνταξη την οποία καταβάλλει ο προϋπολογισμός και άμα έχεις παραπάνω από 15 χρόνια ή 20 για να πάρεις την πλήρη εθνική σύνταξη, που οι περισσότεροι εκεί είναι, αυτό είναι ίδιο για όλους. Και μετά υπάρχει ένα κομμάτι που λέγεται ανταποδοτική σύνταξη το οποίο είναι αναλογικά με το τι εισφορές έχουμε καταβάλει και θεωρητικά αυτό εδώ θα έπρεπε να καλύπτεται από τις εισφορές, αλλά όπως σας είπα και προηγουμένως, ένα σημαντικό κομμάτι το καλύπτει ακόμα ο προϋπολογισμός. Βέβαια πρέπει να πω ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια μεγάλη πρόοδος σε αυτό. Αν κάναμε την ίδια κουβέντα πριν από μερικά χρόνια ήταν αρκετά παραπάνω από το 50% των κύριων συντάξεων, το οποίο το κατέβαλε ο προϋπολογισμός. Τα τελευταία χρόνια επειδή έχουμε και αύξηση της απασχόλησης, έχουμε και σταδιακή αύξηση και των μισθών[…] Οι τελευταίες περικοπές που έγιναν ήταν με τον νόμο Κατρούγκαλου. Από εκεί και μετά έχουμε ένα σύστημα το οποίο δουλεύει κατ’ αυτόν εδώ τον τρόπο. Μην ξεχνάτε ότι έχει μειωθεί πάρα πολύ η ανεργία, άρα έχουμε περισσότερα άτομα τα οποία συνεισφέρουν και από την άλλη μεριά έχουμε σταδιακά τα τελευταία χρόνια -από όλες τις ενδείξεις που έχουμε- έχουμε και αύξηση των μισθών. Επειδή οι εισφορές είναι αναλογικές προς τους μισθούς, εκτός από τους ελεύθερους επαγγελματίες που εκεί είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα, έχουμε και αντίστοιχη αύξηση των εισφορών».
Ποια είναι η διαφορά του δείκτη μισθών από τον ρυθμό του πληθωρισμού
Στη συνέχεια ανέφερε «είχε συσταθεί ομάδα εργασίας η οποία έκανε μια πάρα πολύ καλή δουλειά, ομολογώ, αλλά δεν μπόρεσε να δώσει έναν πλήρη δείκτη μισθών γιατί υπήρχαν μεγάλα κομμάτια του δημόσιου τομέα που δεν μπόρεσε να βρει την αντίστοιχη πληροφορία. Αυτός είναι ο λόγος που την έχω επανασυστήσει την επιτροπή τη συγκεκριμένη και ελπίζω ότι όλη η πληροφορία αυτή θα βρεθεί. Ουσιαστικά είναι ορισμένα πράγματα τα οποία αναπροσαρμόζονται με βάση τον δείκτη μισθών με βάση την νομοθεσία την οποία έχουμε. Το ένα είναι οι συντάξιμες αποδοχές, αλλά λίγο για να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το πράγμα[…] τι είναι η διαφορά του δείκτη μισθών από τον ρυθμό του πληθωρισμού που με βάση αυτόν αναπροσαρμόζονται οι συντάξιμες αποδοχές για ένα έτος πάνω στα 40 έτη που έχει κάποιος για[…] σε βάθος χρόνου ναι (σσ αυτό το σύστημα θα δώσει μεγαλύτερες συντάξεις στο μέλλον)[…] θέλει μεγάλο βάθος χρόνου για να φανεί».
Στην ερώτηση αν αυτός ο δείκτης θα επηρεάσει και τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών ο υφυπουργός Εργασίας ανέφερε «[…] οι εισφορές οι δικές σας που έχετε μισθό κάθε φορά που ανεβαίνει ο μισθός σας, ανεβαίνουν αντίστοιχα και εισφορές οι οποίες καταβάλλετε. Επειδή οι εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών είναι εκφρασμένες σε ονομαστικά μεγέθη, κάπως αυτά πρέπει να αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο. Και μέχρι τώρα αναπροσαρμοζόντουσαν με βάση τον πληθωρισμό, τον ετήσιο ρυθμό του πληθωρισμού, σε μια στιγμή που οι μισθοί ανέβαιναν ταχύτερα και αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε αυτή τη στιγμή τη συντριπτική πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών παραπάνω από το 90% να είναι στην κατώτατη ασφαλιστική κλάση και οι εισφορές τις οποίες καταβάλλουν να είναι χαμηλότερες από τις εισφορές, οι οποίες αντιστοιχούν σε έναν ανειδίκευτο εργάτη ο οποίος δουλεύει 12 μήνες τον χρόνο».