Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας κατατέθηκε στη Βουλή και φιλοδοξεί να αλλάξει την εικόνα της ελληνικής οδηγικής καθημερινότητας. Με πιο αυστηρές ποινές για επικίνδυνες παραβάσεις, αναλογικότητα στα πρόστιμα, και την εισαγωγή μέτρων όπως η κοινωνική εργασία για σοβαρούς παραβάτες, αποτελεί – στα χαρτιά τουλάχιστον – το πιο σοβαρό νομοθετικό βήμα των τελευταίων ετών για την οδική ασφάλεια.
Αλλά το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ η απουσία νόμων. Ήταν – και είναι – η απουσία εφαρμογής. Γιατί όσα άρθρα κι αν αλλάξουν στον ΚΟΚ, τίποτα δεν θα αλλάξει στους δρόμους αν δεν αλλάξει πρώτα η νοοτροπία μας. Οδηγούμε σαν να είμαστε μόνοι στον δρόμο, με αίσθηση ατιμωρησίας και έλλειψη ενσυναίσθησης. Από το «διπλοπαρκάρω για δύο λεπτά» μέχρι το «τρέχω γιατί αργώ», η οδήγηση αντιμετωπίζεται όχι ως κοινωνική σύμβαση αλλά ως ιδιωτικό δικαίωμα.
Η Τροχαία κάνει προσπάθειες. Οι έλεγχοι εντατικοποιούνται. Οι οδηγοί από την άλλη αυξάνουν περισσότερο την προσοχή τους μόνο σε περιόδους εορτών ή όταν γίνει κάποιο θανατηφόρο τροχαίο που συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Όμως οι νεκροί στην άσφαλτο δεν είναι αριθμοί σε στατιστικές – είναι απώλειες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν υπήρχε συνέπεια, πρόληψη και πραγματική πολιτική βούληση.
Ονέος ΚΟΚ είναι μια σημαντική αρχή. Αλλά δεν μπορεί να σταθεί μόνος του. Χρειάζεται ένα κράτος που ελέγχει με συνέπεια, μια κοινωνία που απαιτεί ασφάλεια και κυρίως πολίτες που σέβονται τον εαυτό τους και τους άλλους. Ίσως, τελικά, το πιο αναγκαίο που πρέπει να αναθεωρήσουμε, δεν είναι ο Κώδικας στους δρόμους, αλλά ο «κώδικας» στο μυαλό μας. Γιατί χωρίς αλλαγή νοοτροπίας, κανένας ΚΟΚ δεν θα μας σώσει.