Σε χώρες με αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα όπως η Ελλάδα, ο χώρος παραγωγής πολιτικής, εξαγγελιών, συζήτησης, αντιπαράθεσης, ελέγχου και άσκησης αντιπολίτευσης είναι το ίδιο το Κοινοβούλιο.
Με αφορμή τις εσωκομματικές διεργασίες και εκλογές που θα διεξαχθούν το προσεχές διάστημα στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Π.Σ. και στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., υπογραμμίζεται ότι αδιαμφησβήτητα, το σημαντικότερο άρθρο κάθε καταστατικού κόμματος αφορά την εκλογή του Προέδρου.
Όταν ο Πρόεδρος ενός κόμματος είναι βουλευτής είναι αυτόματα και Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας, επομένως δεν υπάρχει διάκριση ρόλων. Αντιθέτως, όταν υπάρχει εξωκοινοβουλευτικός Πρόεδρος πρέπει υποχρεωτικά ένας βουλευτής του κόμματος να αναλάβει καθήκοντα Πρόεδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας και να είναι ο εκπρόσωπος του κόμματος στη Βουλή.
Άτυπη διαρχία
Στις περιπτώσεις που ο Προέδρος ενός κόμματος δεν είναι βουλευτής η παρουσία του δεν μπορεί να είναι το ίδιο λειτουργική με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία ιδιότυπη διαρχία μεταξύ εξωκοινοβουλευτικού Προέδρου και Προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Αυτός ο συσχετισμός δυσχεραίνει εξ ορισμού τον σωστό κοινοβουλευτικό έλεγχο προς την εκάστοτε κυβέρνηση που είναι ο κύριος ρόλος των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτό το μοντέλο εφαρμόστηκε επί 1,5 χρόνο από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την περίοδο Δεκεμβρίου 2021 – Μαΐου 2023 όταν το Δεκέμβριο του 2021 εξελέγη Πρόεδρος ο τότε Ευρωβουλευτής κ. Νίκος Ανδρουλάκης. (Υπογραμμίζεται ότι και κατά τις εσωκομματικές διαδικασίες του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το Νοέμβριο του 2017 υπήρχαν εξωκοινοβουλευτικές υποψηφιότητες).
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ότι ενώ ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παρατηρούσε το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ενώ είχε την ευκαιρία να αποτρέψει αντίστοιχο μελλοντικό πρόβλημα, κατά το 3ο Συνέδριο του τον Απρίλιο του 2022 δεν προέβη στην απαραίτητη αλλαγή στο καταστατικό του. Το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κλήθηκε να αντιμετωπίσει αιφνιδίως την προαναφερθείσα ολιγωρία του τον Σεπτέμβριο του 2023 όταν εξελέγη ο (πρώην πλέον) Πρόεδρος του κόμματος κ. Στέφανος Κασσελάκης.
Πρωτοπορία και αντιμετώπιση
Η Νέα Δημοκρατία πρωτοπόρησε σε αυτό το ζήτημα κάνοντας το αυτονόητο και αποτρέποντας οριστικά τέτοιου τύπου ενδεχόμενο πρόβλημα για την ίδια με την πολύ εύστοχη και διορατική αλλαγή του καταστατικού του κόμματος όταν ανέλαβε Πρόεδρος ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιανουάριο του 2016. Με αλλαγή του καταστατικού κατά το 10ο Τακτικό Συνέδριο του Απριλίου 2016, σχετικά με την υποψηφιότητα για το αξίωμα του Προέδρου «υποψηφιότητα μπορεί να υποβάλει οποιοδήποτε εν ενεργεία μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, το οποίο είναι σωρευτικά μέλος της Βουλής των Ελλήνων και μέλος του Κόμματος». (Σημειώνεται ότι το ανωτέρω Άρθρο 16 παραμένει ως έχει στο ισχύον καταστατικό της Ν.Δ. που ψηφίσθηκε κατά το 14ο Τακτικό Συνέδριο τον Μάϊο του 2022).
Υπενθυμίζεται ότι ελλείψει της συγκεκριμένης πρόβλεψης στο καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας, υπήρχαν εξωκοινοβουλευτικές υποψηφιότητες στις εσωκομματικές διαδικασίες του Νοεμβρίου 2009 και Δεκεμβρίου 2015 - Ιανουαρίου 2016.
Αναμενόμενη σύγκρουση συμφερόντων
Η άτυπη διαρχία που αναπόφευκτα δημιουργείται αποδυναμώνει πολιτικά τον Πρόεδρο και την εικόνα του κόμματος γενικότερα αφού οι εξωκοινοβουλευτικοί Πρόεδροι αναγκάζονται να πολιτευτούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσουν και οι ίδιοι παρουσία και πολύτιμο χρόνο προβολής από τα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε. και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επομένως, ουσιαστικά ακολουθούν μια διαφορετική, σχεδόν παράλληλη πορεία σε σχέση με την κοινοβουλευτική τους ομάδα της οποίας ταυτοχρόνως αποδυναμώνεται και η προσπάθεια άσκησης αξιόπιστου αντιπολιτευτικού έργου. Αυτό συμβαίνει διότι αναγκαστικά ο Πρόεδρος δεν θα προτείνει (ουσιαστικά επιλέξει) ως Πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας κάποιο ιδιαίτερα προβεβλημένο ή δυναμικό στέλεχος αφού μπορεί να εξελιχθεί δυνητικά σε πολιτικό του αντίπαλο. Έτσι, μολονότι μπορεί να επιλεχθούν σεβαστά και αξιόλογα στελέχη, πρωταρχικό κριτήριο είναι να μην διαφαίνεται να έχουν αρχηγικές βλέψεις, διότι αν προκύψουν τότε επί της ουσίας ο εξωκοινοβουλευτικός Πρόεδρος ακούσια θα έχει εμμέσως παραχωρήσει την ηγεσία.
Εν κατακλείδι, το παράδοξο είναι ότι παρότι τα άλλα κόμματα είδαν πως αντιμετώπισε καίρια και αποφασιστικά αυτό το ζήτημα η Νέα Δημοκρατία, δεν ανταποκρίθηκαν ανάλογα και 8,5 χρόνια μετά βρίσκονται λόγω της ολιγωρίας τους σε αυτή την δυσχερή θέση. Ωστόσο, έστω και καθυστερημένα, προς όφελος της εύρυθμης λειτουργίας, της αξιοπιστίας και σοβαρότητας του πολιτικού μας συστήματος πρέπει η προϋπόθεση ο εκάστοτε υποψήφιος Πρόεδρος, όχι απλά να είναι μέλος ενός κόμματος για μία περίοδο αλλά κυρίως εν ενεργεία βουλευτής του, να θεσπιστεί σταδιακά από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Αυτή η αυτονόητη μεν, αλλά μη εφαρμοστέα δε, ως τώρα ασφαλιστική δικλείδα θα προστατεύσει τα ίδια τα κόμματα αλλά κατ’ επέκταση θα θωρακίσει και την ίδια την Δημοκρατία στη χώρα μας.
*Ο Μιχάλης Αράπης (LLB, LLM, MA) είναι νομικός με μεταπτυχιακά στο «Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο» και στον τομέα του «Κυβερνοεγκλήματος και της Τρομοκρατίας». Είναι Ιδρυτής και Πρόεδρος της Ε.Κ.Ο. Επιστημόνων Ηνωμένου Βασιλείου (H.B.)