Για 14 μήνες, το όνομα του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη του ΕΜΠ αντιμετωπιζόταν με σεβασμό. Ορίστηκε από τον ανακριτή κ. Μπακαΐμη ως πραγματογνώμονας για δυο από τα πιο κρίσιμα σκέλη της υπόθεσης των Τεμπών: τη δημιουργία της πυρόσφαιρας, του εκρηκτικού εκείνου φαινομένου που σημάδεψε τη φονική σύγκρουση και την ύπαρξη παράνομου φορτίου στην εμπορική αμαξοστοιχία.

Το εργαστήριό του συγκαταλέγεται στα κορυφαία της Ευρώπης. Η επιστημονική του επάρκεια δεν είχε αμφισβητηθεί. Το πόρισμά του αναμενόταν με προσμονή, σχεδόν με δέος.

Κι όμως, όταν το πόρισμά του είδε το φως της δημοσιότητας, όσοι μέχρι τότε προέβαλλαν την ανάγκη για “επιστημονική διερεύνηση” στράφηκαν εναντίον του.

Ο λόγος; Η πραγματογνωμοσύνη δεν υποστήριζε το πολιτικό αφήγημα που είχε καλλιεργηθεί μεθοδικά από την αντιπολίτευση για πάνω από έναν χρόνο.

Ξαφνικά, ο επιστήμονας έγινε στόχος. Όχι γιατί άλλαξε κάτι στα επιστημονικά του δεδομένα. Αλλά γιατί το πόρισμά του δεν βόλεψε το αφήγημα της συλλογικής ενοχής που τόσο καιρό καλλιεργούσε η αντιπολίτευση.

Ο καθηγητής Καρώνης κατέληξε σε δύο κρίσιμα και τεκμηριωμένα συμπεράσματα:

Πρώτον, πως η πυρόσφαιρα που δημιουργήθηκε ήταν αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης ελαίων σιλικόνης — ενός νόμιμου, συνήθους υλικού που υπήρχε στα συστήματα μετασχηματιστών των βαγονιών.

Δεύτερον, ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως ίχνος παράνομου φορτίου. Ούτε κρυφές μεταφορές, ούτε ύποπτες ύλες, ούτε σενάρια «σκιάς» που κυριάρχησαν για μήνες στο δημόσιο διάλογο.

Με αυτά τα πορίσματα, ο καθηγητής δεν έκανε τίποτε άλλο από το να παρουσιάσει τεχνικά δεδομένα με επιστημονική τεκμηρίωση. Ωστόσο, αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για την αντιπολίτευση — και κυρίως για εκείνο το τμήμα της που είχε επενδύσει επικοινωνιακά στο αφήγημα της “συγκάλυψης” — να τον στοχοποιήσει.

Κόμματα, δικηγόροι, δημόσια πρόσωπα και ανώνυμοι λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιδόθηκαν σε έναν καταιγισμό αμφισβήτησης, υπονοούμενων, μέχρι και δολοφονίας χαρακτήρα.