Στα ύψη έφτασε η πολιτική αντιπαράθεση στην Ολομέλεια της Βουλής, με αφορμή τη συζήτηση για όσα συμβαίνουν στη Λωρίδα της Γάζας. Στο επίκεντρο βρέθηκαν ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, και ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, σε μια σύγκρουση που ανέδειξε τις έντονες αντιφάσεις της αντιπολίτευσης.

Ο κ. Χαρίτσης, σχολιάζοντας την πρόσφατη συνέντευξη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον ΑΝΤ1, χαρακτήρισε «αδιανόητη» τη δήλωσή του ότι ο όρος «γενοκτονία» για τη Γάζα είναι βαρύς. Ωστόσο, η απάντηση ήρθε ακαριαία από τον κ. Φλωρίδη, ο οποίος υπενθύμισε την επιλεκτική ευαισθησία του προέδρου της Νέας Αριστεράς:

«Το 2015 ήσασταν υπουργός σε κυβέρνηση που είχε συνάδελφο τον Νίκο Φίλη, τον οποίο ακούσαμε να αρνείται τη γενοκτονία 353.000 Ποντίων. Και τότε δεν βρήκατε ούτε μία λέξη να πείτε. Και έρχεστε τώρα να μιλήσετε για τη Γάζα, ενώ σιωπήσατε για την άρνηση της γενοκτονίας των Ποντίων», τόνισε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

Η καίρια υπενθύμιση του κ. Φλωρίδη έφερε σε δύσκολη θέση τον κ. Χαρίτση, ο οποίος επιχείρησε να αντεπιτεθεί με προσωπικούς χαρακτηρισμούς, κάνοντας λόγο για «χυδαιότητα» και αποκαλώντας τον Υπουργό «ντροπή για την κυβέρνηση και το ελληνικό κράτος».

Η επίθεση, ωστόσο, περισσότερο ανέδειξε την αμηχανία του προέδρου της Νέας Αριστεράς παρά αποδυνάμωσε την επιχειρηματολογία του κ. Φλωρίδη.

Είναι σαφές ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης πέτυχε με μία φράση να αναδείξει την αντίφαση της Αριστεράς, η οποία σήμερα εμφανίζεται ως υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου, αλλά στο παρελθόν απέφυγε να τοποθετηθεί ακόμη και για ένα εθνικό ζήτημα όπως η γενοκτονία των Ποντίων.

Η σκληρή του απάντηση δεν ήταν μόνο αμυντική, ήταν μια υπενθύμιση ότι η πολιτική συνέπεια έχει μεγαλύτερη αξία από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις.

Η αντιπαράθεση στη Βουλή έδειξε ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση δεν αφήνει αναπάντητες τις επιθέσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές προέρχονται από χώρους που πάσχουν από επιλεκτική μνήμη και αντιφατικές τοποθετήσεις.

Και σε αυτή τη μάχη επιχειρημάτων, ο κ. Φλωρίδης βγήκε κερδισμένος, με τον κ. Χαρίτση να καταφεύγει τελικά σε φραστικές ακρότητες που φανερώνουν πολιτική αδυναμία.