Η γιαγιά μου από την πλευρά της μάνας μου ήταν μισή Ιταλίδα. Παραπάνω από μισή θα μπορούσα να πω, καθώς ο πατέρας της ήταν Ιταλός από τη Νάπολι. Πώς ο προπάππους μου βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και γνώρισε την Ελληνίδα από τη Λέρο προγιαγιά μου δεν ξέρω. Πάντως, εκείνα τα χρόνια –μιλάμε για περίπου έναν αιώνα πριν– η ελληνική κοινότητα στην Αλεξάνδρεια ήταν τεράστια. Εκεί γνωρίστηκαν, έφτιαξαν την οικογένειά τους και ύστερα από επτά ή οκτώ αποβολές ήρθε στη ζωή το μοναδικό τους παιδί που κατάφερε να επιβιώσει. Εκείνη την εποχή η ευχή «να σας ζήσει» σε ένα ζευγάρι που τεκνοποιούσε είχε σημασία στην κυριολεξία.

Η γιαγιά μου η Μαρκέλα ήταν αυτό το παιδί που κέρδισε τη μάχη για τη ζωή, μεγάλωσε κι έγινε μια πανέμορφη κοπέλα! Έχω δει φωτογραφίες στα νιάτα της και έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην ομορφιά της. Είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, υπέροχα λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, καλλίγραμμη σιλουέτα και χαρακτηριστική φινέτσα. Αυτά υποθέτω ήταν που πήραν τα μυαλά του Κρητικού παππού μου και την ερωτεύτηκε. Η γιαγιά μου μοναχοπαίδι και ο παππούς μέλος μιας πολύτεκνης κρητικής οικογένειας με οκτώ παιδιά που μεγάλωναν στην Αλεξάνδρεια με καταγωγή απο τους Αρμένους Σητείας.

Όμορφος ήταν και ο παππούς μου ο Χρήστος. Κρητίκαρος με γαλανά μάτια και μόνιμα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά κάτω από τα μουστάκια του. Τουλάχιστον έτσι τον θυμάμαι εγώ μέχρι τα γεράματά του όταν έφυγε απο κοντά μας. Το ζευγάρι ήταν πάνω στα ντουζένια του, πάνω στα μέλια, όταν η πατρίδα κάλεσε τον παππού στο μέτωπο απέναντι στους Ιταλούς. Έφυγε για τον πόλεμο με καμάρι κι εκείνη έμεινε πίσω να τον περιμένει με την καρδιά της σμπαραλιασμένη. Η μία της πατρίδα πολεμούσε με την άλλη της πατρίδα και ο άνδρας που είχε ερωτευθεί ήταν εκεί που η φωτιά του πολέμου έκαιγε.

Ήρθε η μέρα που το κακό τελείωσε. Ο Χρήστος Φονιαδιάκης επέστρεψε ζωντανός στην Αίγυπτο και η Μαρκέλα Μπιγκόνε τον περίμενε για να συνεχίσουν από εκεί που είχαν σταματήσει. Δεν μίλησαν ποτέ για όσα συνέβησαν στα σκοτεινά χρόνια που είχαν προηγηθεί. Είχε έρθει η ώρα να αφήσουν τις μαύρες στιγμές της ανθρωπότητας πίσω και να δημιουργήσουν. Ένας ορθόδοξος Έλληνας και μια Ιταλοελληνίδα καθολική έφτιαξαν μια όμορφη οικογένεια με τρία παιδιά. Ο κύριος Χρήστος και η κυρία Μαρσέλ, όπως τους ήξεραν όλοι στην Αλεξάνδρεια, βρήκαν το μυστικό της ευτυχίας. Ο πόλεμος, κάθε πόλεμος, αφήνει χαρακιές, πληγές που ποτέ δεν κλείνουν. Η αγάπη όμως είναι που κάνει τους ανθρώπους παντοδύναμους και ικανούς να τα ξεπερνούν όλα.

Με την ευχή οι πόλεμοι να αποτελούν άμεσα μόνο ιστορικά γεγονότα, η ζωή του παππού και της γιαγιάς με γεμίζει ελπίδα για την επόμενη ημέρα στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση ότι οι διαφορές λύνονται με όπλα.