Μετά από δεκαέξι χρόνια στα έδρανα, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να αποχωρήσει «απελευθερωμένος από αξιώματα». Δηλαδή, χωρίς μισθό βουλευτή αλλά με ισόβιο γραφείο, ασφάλεια και σύνταξη. Είναι συγκινητικό πώς η παραίτηση γίνεται πράξη “ανιδιοτέλειας”, όταν έχεις προλάβει να κυβερνήσεις, να χάσεις και να κλείσεις το μαγαζί.

«Δεν μπορώ να διατηρήσω το αξίωμα όταν δεν προσφέρω τίποτα», λέει. Ε, αν μη τι άλλο, ο Αλέξης είναι συνεπής - το τίποτα το πρόσφερε με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια. Από τα μνημόνια που «σκίστηκαν» στις Πρέσπες που «διχάσαν», η πολιτική του δράση υπήρξε ένα συνεχές masterclass υποσχέσεων χωρίς απόδοση. Τώρα, λοιπόν, παραιτείται όχι γιατί δεν έχει να δώσει, αλλά γιατί δεν έχει πια σε ποιον να πουλήσει το παραμύθι. Και «επιστρέφει στην κοινωνική δράση» - δηλαδή εκεί όπου μπορεί να ξαναβρεί κοινό πρόθυμο να τον ακούσει, τουλάχιστον μέχρι να ξανανοίξει το επόμενο πολιτικό μαγαζί.

«Δεν πιστεύω σε Μεσσίες», δηλώνει ο άνθρωπος που κάποτε έταζε ότι θα σκίσει τα μνημόνια «με έναν νόμο κι ένα άρθρο». Δεν πιστεύει σε κομματικές κατασκευές εργαστηρίου, αλλά κυβέρνησε με μια τέτοια, γεμάτη πρόχειρα μίγματα από παλιούς πασόκους, τροτσκιστές και ψεκασμένους. Τώρα όμως «θα αφουγκραστεί την κοινωνία». Μάλλον με τα AirPods που έμειναν από τότε που έδινε συνεντεύξεις σε ροζ στούντιο.

Μιλά για «λεηλασία της πατρίδας από καθεστώς διαφθοράς». Ξεχνά όμως ότι επί των ημερών του ο Παππάς έτρεχε διαγωνισμούς τηλεοπτικών αδειών σαν να ήταν reality show. Και ότι οι μισοί υπουργοί του έγιναν σχολιαστές στα πάνελ, όχι για να «παλέψουν», αλλά για να δικαιολογήσουν γιατί δεν πάλεψαν ποτέ.

Η παραίτηση Τσίπρα μοιάζει περισσότερο με πρόβα. Όχι συνείδησης, αλλά επανεμφάνισης. Γιατί όταν λες «ίσως ταξιδέψουμε πάλι μαζί σε πιο όμορφες θάλασσες», δεν μιλάς σαν αποχωρών, αλλά σαν καπετάνιος που απλώς αλλάζει πλοίο.

Ο Τσίπρας δεν εγκατέλειψε την πολιτική. Απλώς βγήκε για λίγο στη στεριά, να ξεπλυθεί από την ήττα. Και να φωτογραφηθεί με τη βάρκα του λαού, πριν ξαναμπεί στο λιμάνι της «ελπίδας». Μόνο που το νερό έχει τραβηχτεί. Και ο «επαναστάτης των ορεινών εδράνων» στέκει ξυπόλητος στη λάσπη, κρατώντας ακόμα το τιμόνι.