Ο ΕΝΦΙΑ αποτελεί ίσως τον πιο πολυσυζητημένο φόρο που γνώρισε η ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Η ιστορία του ξεκινά το 2011, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, μέσα σε ένα εκρηκτικό περιβάλλον δημοσιονομικής πίεσης και υπό την ασφυκτική επιτήρηση της τρόικας, ανακοίνωσε την επιβολή ενός νέου φόρου στην ακίνητη περιουσία.
Το μέτρο βαφτίστηκε Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων και επιβλήθηκε μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Παρουσιάστηκε ως «προσωρινό χαράτσι», μια λύση ανάγκης που, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις, θα διαρκούσε για μικρό χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά με τους «έκτακτους» φόρους, το μέτρο όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά θεσμοθετήθηκε και εξελίχθηκε στον γνωστό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) το 2014. Η επιβολή του βάρυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων, ανεξαρτήτως εισοδήματος, με αποτέλεσμα να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις και έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Για χρόνια, ο ΕΝΦΙΑ αποτέλεσε συνώνυμο της υπερφορολόγησης και σύμβολο της κρίσης.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ήδη από την προεκλογική περίοδο του 2019, είχαν θέσει τον ΕΝΦΙΑ στο επίκεντρο της πολιτικής τους ατζέντας, υποσχόμενοι γενναίες μειώσεις. Από το 2019 έως το 2023 ο φόρος μειώθηκε σταδιακά, μεσοσταθμικά έως και 40%, ελαφρύνοντας σημαντικά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η μείωση αυτή, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες, αναδιαμόρφωσε το φορολογικό βάρος και έδωσε ανάσα σε εκατομμύρια πολίτες.
Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μιλά ανοιχτά πλέον για το τέλος του ΕΝΦΙΑ όπως τον ξέραμε. Η δέσμευση για την πλήρη κατάργησή του αποτελεί το επόμενο βήμα. Στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι μειώνεται στο μισό ο ΕΝΦΙΑ από το 2026 στα χωριά μέχρι 1.500 κατοίκους και καταργείται εντελώς το 2027. Επίσης, είπε ότι μειώνεται 30% ο ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά κάτω των 20.000 κατοίκων.
Η πορεία αυτή δεν είναι μόνο δημοσιονομική επιλογή, αλλά και πολιτικό σύμβολο: η μετάβαση από την περίοδο των μνημονίων και της βαριάς φορολογίας σε μια νέα εποχή που επιδιώκει να στηρίξει την κατοικία και την ιδιοκτησία ως δικαίωμα, όχι ως πηγή διαρκούς φορολόγησης.