«Αυτό το κομμάτι μάς ταλαιπώρησε πολύ, με πάρα πολλούς τρόπους. Υποχρεώθηκα να γίνω κάπως βάρβαρος», έγραψε σε επιστολή του, το 1802, ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν, περιγράφοντας τη διαδικασία αποκόλλησης ενός πολύτιμου έργου τέχνης από τον Παρθενώνα.

Ο Έλγιν δεν ήταν απλώς βάρβαρος. Ήταν ο άρπαγας της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού την οποία απέκτησε με δόλιο τρόπο, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του ως διπλωμάτη και με το πρόσχημα της «προώθησης των καλών τεχνών στη Μεγάλη Βρετανία».

Δυστυχώς για τη χώρα μας, ο Ελγιν ήταν λάτρης της τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Οταν βρέθηκε ως πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, δικτυώθηκε με την Υψηλή Πύλη και στα τέλη του 1799 –ή στις αρχές του 1800 κατά τον ίδιο– έστειλε στην Αθήνα αρχιτέκτονες, ζωγράφους και εκμαγειοποιούς με σκοπό να φτιαχτούν εκμαγεία και σχέδια των αρχαίων έργων τέχνης.

Το καλοκαίρι του 1801, ο 35χρονος Ελγιν έλαβε το υποτιθέμενο φιρμάνι με το οποίο η Υψηλή Πύλη έδινε εντολή να αφεθούν ο Ελγιν και η ομάδα του ανενόχλητοι να κάνουν ανασκαφές, να φτιάξουν εκμαγεία, να στήσουν σκαλωσιές, να σχεδιάσουν και «κανένας να μην αναμιχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία τους, ούτε να τους εμποδίσει να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και Γλυπτά».

Απλή επιστολή

Η καθηγήτρια Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Ειρήνη Σταματούδη, η οποία ασχολείται με το ζήτημα από το 1999 και έχει συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς και σε συμβουλευτικές επιτροπές, λέει στο «Μ» ότι «από τη στιγμή που δεν είχε την υπογραφή του σουλτάνου δεν ήταν φιρμάνι. Από αυτά που έχουμε δει αντιλαμβάνεται κανείς ότι επρόκειτο απλώς για μια επιστολή, ένα μπουγιουρντί, που είχε συντάξει ένας κατώτερος αξιωματικός και έδινε την άδεια στον Ελγιν να φτιάξει εκμαγεία και όχι να κάνει αυτό που έκανε».

Σε αυτό συνηγορεί και το αποτέλεσμα έρευνας που έκαναν η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μιμάρ Σινάν, Ζεϊνέπ Αϊγκάν, και ο ειδικός στα οθωμανικά αρχεία, Ορχάν Σακίν στην οποία διαπίστωσαν ότι υπάρχει μόνο μια επιστολή που τοποθετείται από τις 27 Ιουνίου έως τις 7 Ιουλίου 1801, με την οποία δίνεται άδεια για να επισκεφθούν οι συνεργάτες του Ελγιν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, το έγγραφο που επικαλείται μέχρι σήμερα το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι το πρωτότυπο, αλλά μια μεταγενέστερη ιταλική μετάφραση. «Σε αυτή την επιστολή αναφέρεται ότι ο Ελγιν μπορούσε να πάρει κάποια κομμάτια πέτρας και επιγραφές. Είναι σαφές ότι μιλούσε μόνο για αντικείμενα που βρίσκονταν στο χώμα. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να του δώσουν άδεια να φτιάξει εκμαγεία. Ο Ελγιν υπερέβη αυτή την άδεια και ξεκίνησε να βγάζει Γλυπτά από τη μετόπη και τη ζωφόρο. Πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι υπό το τότε καθεστώς ο Παρθενώνας και η Ακρόπολη αποτελούσαν προσωπική περιουσία του σουλτάνου και μόνο αυτός μπορούσε να δώσει άδεια για να αφαιρεθούν τα Γλυπτά», εξηγεί η κ. Σταματούδη.

Μοιραίο ναυάγιο

Τα «μερικά κομμάτια πέτρας» έγιναν τα μισά Γλυπτά του Παρθενώνα. Ο Ελγιν τα έβαλε σε κιβώτια και, μαζί με άλλα αρχαία αντικείμενα που είχε αφαιρέσει από τις Μυκήνες, την Αίγινα, την Ελευσίνα, τους Δελφούς, τη Νεμέα και την Τίρυνθα, τα φόρτωσε στο πλοίο «Μέντωρ». Το πλοίο βυθίστηκε στα ανοιχτά των Κυθήρων και τα Γλυπτά έμειναν περίπου τρία χρόνια στο βυθό, μέχρι να ανασυρθούν. Αυτό το εγχείρημα κόστισε στον Ελγιν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.

Τελικά, έχοντας υποστεί ακόμη μεγαλύτερες φθορές, τα Γλυπτά έφτασαν στο Λονδίνο το 1804. «Δεν είναι μόνο ότι βυθίστηκαν. Οταν έφτασαν στο Λονδίνο, τα είχαν για καιρό σε μια αίθουσα που έκαιγαν κάρβουνο», λέει η κ. Σταματούδη.

Οικονομικά κατεστραμμένος, ο Ελγιν πούλησε τα Γλυπτά στο βρετανικό κράτος αντί 35.000 λιρών. Στη συζήτηση που έγινε στο βρετανικό Κοινοβούλιο ακούστηκαν οι πρώτες φωνές εναντίον των πρακτικών του Ελγιν, ενώ ιστορικά έχουν μείνει τα δύο ποιήματα του Βύρωνας. Ο Ελγιν πέθανε το 1841 στο Παρίσι, πάμφτωχος και κυνηγημένος από τους πιστωτές του.