Ο Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίζεται κάθε τόσο ως «υπεύθυνος» και «σοβαρός». Στην πράξη, όμως, καταφέρνει πάντα να εκθέτει τον εαυτό του και το κόμμα του. Η τελευταία του επίθεση στον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη ήταν χαρακτηριστική. Με θράσος απέδωσε στον αντίπαλό του λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Και, μάλιστα, έσπευσε να τα «ντύσει» με βαρείς χαρακτηρισμούς: «ψεύτης» και «συκοφάντης».

Η αλήθεια ήταν μπροστά του. Υπήρχε ηχογραφημένη συνέντευξη. Υπήρχαν οι φράσεις, οι λέξεις, τα σημεία στίξης. Όλα ξεκάθαρα. Όμως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επέλεξε την εύκολη λύση. Να παραποιήσει, να κατασκευάσει, να σηκώσει φωνή. Γιατί; Διότι δεν έχει πολιτικό βάθος να αντιπαρατεθεί αλλιώς. Έτσι φτιάχνει «σκηνικά», μπας και μείνει στην επικαιρότητα.

Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Ο κ. Ανδρουλάκης έχει επιλέξει να πορεύεται πλάι-πλάι με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Να συνυπογράφει μαζί της προτάσεις. Να υιοθετεί το ίδιο λεξιλόγιο. Να καλλιεργεί το ίδιο κλίμα καταγγελίας, συνωμοσίας, δήθεν «αποκαλύψεων». Ένα κόμμα που κάποτε σήκωσε το βάρος κρίσιμων εθνικών αποφάσεων, τώρα φλερτάρει με την Πλεύση Ελευθερίας. Και μοιράζεται το ίδιο βήμα με όσους χαϊδεύουν κάθε ψεκασμένη θεωρία.

Το πρόβλημα δεν είναι προσωπικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Ο Ανδρουλάκης δείχνει ανίκανος να χαράξει γραμμή. Αντί για πρόταση, καταφεύγει σε κραυγές. Αντί για πρόγραμμα, σε μικροπολιτικές ερμηνείες. Έχει καταντήσει να αναπαράγει το χειρότερο πρόσωπο της αντιπολίτευσης. Να κατρακυλά σε έναν λόγο που θυμίζει περισσότερο διαδικτυακό τρολ παρά υπεύθυνο αρχηγό κόμματος.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μοιάζει πλέον εγκλωβισμένος. Σε μια αντιπολίτευση χωρίς πυξίδα. Σε μια στρατηγική που τον σπρώχνει πιο κοντά στους θορυβώδεις περιθωριακούς, παρά σε έναν υπεύθυνο ρόλο. Και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Όχι για τον ίδιο. Αλλά για το κόμμα που κατρακυλάει πίσω του.

Η πολιτική δεν είναι μικροπρέπεια. Δεν είναι υστερία. Ο Ανδρουλάκης ας το θυμηθεί. Αν προλαβαίνει.