Την τελευταία του ζαριά ρίχνει ο Νίκος Ανδρουλάκης, καθώς είναι πλέον ολοφάνερο ότι από τον Νοέμβριο και μετά τα πράγματα θα είναι πλέον δύσκολα για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αν δεν έχει καταφέρει μέχρι τότε να κατοχυρώσει τουλάχιστον τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις και την παραμονή του κόμματος στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσον αφορά την προοπτική εξουσίας ή την όποια συζήτηση στα πολιτικά πηγαδάκια προκειμένου να τεθεί το ΠΑΣΟΚ σε τροχιά κυβερνησιμότητας υπό την ηγεσία Ανδρουλάκη, φαντάζει εδώ και καιρό ως το τέλειο πολιτικό ανέκδοτο.
Σε κάθε περίπτωση ο Νοέμβριος προμηνύεται καταλυτικός μήνας για τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, καθώς εάν όσα λέγονται μέχρι σήμερα χαμηλοφώνως και σε ιδιωτικές συζητήσεις εντός Χαριλάου Τρικούπη για τις άστοχες και αποτυχημένες επιλογές του Νίκου Ανδρουλάκη, συνεχίζουν να ισχύουν, είναι πλέον σίγουρο ότι θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για να ειπωθούν δημόσια σκληρές αλήθειες.
Ταυτόχρονα θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα τεθεί θέμα ηγεσίας με γνώμονα το γεγονός ότι εκείνος που κρατάει καθηλωμένο το ΠΑΣΟΚ είναι ο αρχηγός του, κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Και αυτό γιατί οι πολίτες δεν ψηφίζουν μόνο κόμματα με τα οποία ίσως συμφωνούν ιδεολογικά, ανεξαρτήτως προσώπων. Πολύ περισσότερο στα κόμματα εξουσίας, όπου ο αρχηγός θεωρείται εν δυνάμει πρωθυπουργούς. Και εκεί η κατάσταση είναι… κλάφ’ τα, Νικόλα.
Άλλωστε τα πρόσφατα παραδείγματα είναι πολλά. Η ΝΔ ίσως να μην είχε καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση εάν αρχηγός της δεν ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος στηρίχθηκε και από ψηφοφόρους του κεντρώου χώρου. Αλλά, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως να είχε καταφέρει να γίνει κυβέρνηση εάν δεν ήταν ο Τσίπρας.
Στρατηγική ανευθυνότητα
Παρόλα αυτά, ο Ανδρουλάκης, αντί για ουσιαστικές πολιτικές θέσεις, επιλέγει την τοξικότητα και τη σκανδαλολογία, απορρίπτοντας όλες τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, τις οποίες ωστόσο επικροτεί η ίδια η κοινωνία. Αν και θα μπορούσε να είναι ο ορθολογικός –και κοινωνικά ευαίσθητος– εταίρος μιας πιθανής κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κινείται μόνο με στρατηγική ανευθυνότητα, χωρίς όραμα για την κοινωνία.
Αντί, λοιπόν, να διαμορφώσει τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να διαπραγματευτεί ως κυβερνητικός εταίρος, προσελκύοντας ένα ποσοστό πολιτών που θα προσέβλεπαν στην υλοποίησή τους, ο ίδιος αρκείται να μιλάει για σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και αυτόνομη πολιτική κάθοδο, κλείνοντας ταυτόχρονα το… μάτι στις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις.
Σύμμαχοί του σε αυτή την προσπάθεια είναι στελέχη όπως ο Παύλος Γερουλάνος και ο Χάρης Δούκας που με τη στάση τους ενισχύουν την άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ πατάει σε δύο βάρκες, χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό και χωρίς πυξίδα.
Γι’ αυτό και ο κ. Ανδρουλάκης επιμένει στην πολιτική συνταγή των προσωπικών επιθέσεων στον κ. Μητσοτάκη, με χαρακτηρισμούς όπως «αλαζονικός», «παρακράτος», «πρωθυπουργός που δυσφημεί τη χώρα», ενώ την ίδια ώρα περιγράφει μια Ελλάδα χωρίς κράτος δικαίου, με μεγάλη φτώχεια και ανασφάλεια και άλλα πολλά.
Δημιουργεί τον θόρυβο που θέλει, αλλά ο θόρυβος δεν αφήνει να ακουστούν οι προτάσεις του. Ακόμα και όταν δείχνει να έχει την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων, ο τρόπος που το αναδεικνύει είναι άτσαλος, χωρίς επαρκείς εξηγήσεις, αρνητικός και σταθερά επιθετικός. Με λίγα λόγια απευθύνεται περισσότερο στ’ άκρα, τα οποία όμως δεν έχουν καμία πρόθεση να τον ακούσουν, και λιγότερο στο Κέντρο, τους ψηφοφόρους του οποίου αποξενώνει.
Τέλος, αξίζει να υπενθυμίσουμε μια ατάκα του Νίκου Ανδρουλάκη, την οποία είχε πει στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο OPEN, μόλις δύο μέρες μετά την επανεκλογή του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ: «Δεσμεύομαι, όχι μόνο στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, αλλά στα 11 εκατ. Ελλήνων, ότι κρατάμε τα θετικά μας. Τα λάθη που κάναμε και πλήγωσαν τους πολίτες δεν θα επαναληφθούν. Αυτό που λέω είναι γραμμένο σε πέτρα». Δυστυχώς για τον κ. Ανδρουλάκη αυτά που έμειναν είναι μόνο τα λάθη και πλέον ο καιρός γαρ εγγύς…