Η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στις αγροτικές κινητοποιήσεις, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του προχθές στην Πάτρα, προκάλεσε έντονη συζήτηση.

Όχι τόσο για το περιεχόμενο των προτάσεων που υποτίθεται ότι κατέθεσε όσο για τον συμβολισμό των λέξεων που επέλεξε.

Και αυτό γιατί, σε μια περίοδο που η κοινωνία παραμένει ευαίσθητη απέναντι σε πολιτικές υποσχέσεις, η έμμεση υπόνοια ότι «λεφτά υπάρχουν» λειτούργησε ως διακόπτης μνήμης. Πολιτικοί παρατηρητές και αναλυτές έσπευσαν να κάνουν παραλληλισμούς με το παρελθόν, θυμίζοντας τη διαβόητη φράση που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή και ταλαιπώρησε βαθιά τη χώρα.

Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο για δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και διαθέσιμους πόρους, αφήνοντας να εννοηθεί πως το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρημάτων, αλλά η πολιτική βούληση για τη σωστή κατανομή τους. Για πολλούς, όμως, αυτή η ρητορική θύμισε έντονα το ύφος του Γιώργου Παπανδρέου, όταν η «αισιοδοξία» του για τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας συγκρούστηκε με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης με φόντο το Καστελόριζο.

Αφέλεια ή εξαπάτηση;

Η φράση «λεφτά υπάρχουν», ακόμη και ως υπαινιγμός, παραμένει για πολλούς σύμβολο πολιτικής αφέλειας ή και εξαπάτησης. Συνδέεται με την απώλεια εμπιστοσύνης, με τα μνημόνια, με τις περικοπές και με τη μακρά περίοδο κοινωνικής και οικονομικής δοκιμασίας. Ετσι, κάθε αναφορά σε αφθονία πόρων αντιμετωπίζεται πλέον με καχυποψία, ανεξαρτήτως προθέσεων.

Αναλυτές σημείωσαν ότι η Ελλάδα λειτουργεί σε ένα αυστηρότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, με συγκεκριμένους κανόνες και μηχανισμούς ελέγχου. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική γλώσσα κουβαλά ιστορικό βάρος. Οι λέξεις δεν ακούγονται ποτέ σε κενό, αλλά μέσα σε ένα περιβάλλον συλλογικών εμπειριών και τραυμάτων. Και σε αυτό το επίπεδο η ρητορική Τσίπρα θεωρήθηκε από ορισμένους ως νέο πολιτικό λάθος.

Τελικά, η συζήτηση που άνοιξε δεν αφορά μόνο τον Αλέξη Τσίπρα ή τους αγρότες. Αφορά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με το παρελθόν της και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τις πολιτικές εξαγγελίες.

Την ίδια ώρα, στο επίκεντρο μπαίνει και ένα από τα πιο επίμονα και καλοδουλεμένα αφηγήματα του ΣΥΡΙΖΑ περί «ηθικού πλεονεκτήματος», με τον Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρίζει την κυβέρνησή του ως την πιο «έντιμη» της μεταπολίτευσης, που ήρθε να καθαρίσει το πολιτικό τοπίο από τη διαφθορά και τα παλιά κακώς κείμενα. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν πολιτικοί παρατηρητές, η πραγματικότητα της διακυβέρνησης Τσίπρα απέχει πολύ από αυτό το εξιδανικευμένο αφήγημα.

Κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις της Δικαιοσύνης που αφορούσαν δύο πρώην υπουργούς. Κι ανεξάρτητα από την πολιτική ερμηνεία που επιχειρείται εκ των υστέρων, γεγονός παραμένει ότι η «πιο έντιμη» κυβέρνηση δεν αποδείχθηκε άτρωτη απέναντι σε πρακτικές που η ίδια κατήγγειλε. Ετσι, αντί να υπάρξει στοιχειώδης αυτοκριτική, η συνήθης αντίδραση ήταν η επίθεση στη Δικαιοσύνη ή η υποβάθμιση των υποθέσεων.

Παράλληλα, θυμίζουν την ισοπέδωση του κράτους δικαίου, την εργαλειοποίηση θεσμών, την πίεση σε ανεξάρτητες αρχές και η καλλιέργεια ενός κλίματος διχασμού με τα «εμείς ή αυτοί» και τα περί «ελέγχου των αρμών της εξουσίας». Η περίοδος εκείνη άφησε πίσω της ένα θεσμικό τραύμα, με τη Δικαιοσύνη να βρίσκεται στο επίκεντρο πολιτικών συγκρούσεων, αντί να λειτουργεί ως ουδέτερος πυλώνας του δημοκρατικού συστήματος.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται –σε όσους ανατρέχουν σε εκείνη την περίοδο– και στο κυνήγι δημοσιογράφων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα και στοχοποιήθηκαν δημόσια, λοιδορήθηκαν ή παρουσιάστηκαν ως «διαπλεκόμενοι».
Σε αυτό το περιβάλλον, οι λεγόμενες αγωγές SLAPP αποτέλεσαν ένα ακόμη εργαλείο πίεσης προκαλώντας ανησυχία για την ελευθερία του Τύπου. Η εικόνα μιας κυβέρνησης που ανεχόταν ή ενθάρρυνε τέτοιες πρακτικές κάθε άλλο παρά συνάδει με την έννοια της προοδευτικής δημοκρατίας.

Στο πεδίο της διαφανούς ενημέρωσης, της οικονομίας και των δημοσίων έργων, τα βοσκοτόπια και οι σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως στην υπόθεση Καλογρίτσα, έπληξαν το αφήγημα της «καθαρής» διακυβέρνησης. Οι καταγγελίες για κατάτμηση έργων, ώστε να αποφεύγονται διαγωνιστικές διαδικασίες ή έλεγχοι, ενίσχυσαν την αίσθηση ότι οι παλιές πρακτικές, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν, αλλά προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες.

Τα «παραμάγαζα»

Τέλος, οι σκευωρίες και τα περίφημα «παραδικαστικά παραμάγαζα» που, σύμφωνα με καταγγελίες, λειτουργούσαν με πολιτική κάλυψη κοντά στο Μαξίμου, συνιστούν ίσως το πιο σκοτεινό κεφάλαιο. Η προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και η χρήση δικαστικών υποθέσεων ως όπλο εξόντωσης αντιπάλων –σκευωρία Novartis– τραυμάτισαν βαθιά την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.

Η «καραμέλα» της πιο έντιμης κυβέρνησης, λοιπόν, μπορεί να ακούγεται ακόμη πειστική σε κομματικά ακροατήρια, όμως για μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει χάσει πια τη γεύση της. Η ιστορική αποτίμηση της πρώτης φοράς Αριστερά δείχνει ότι η ηθική δεν διακηρύσσεται – αποδεικνύεται στην πράξη. Και εκεί οι αντιφάσεις είναι δύσκολο να κρυφτούν.