Στο δρόμο προς τιςευρωεκλογές, αλλά και ευρύτερα, δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις: η απόλυτη κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο. Η οποία αδυναμία εκφράζεται δε διττά: και διότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν ως πολιτικοί οργανισμοί να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι μπορούν να αποτελέσουν τον δεύτερο πόλο απέναντι στη ΝΔ και όμως διότι Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης δεν είναι οι προσωπικότητες που θα μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με τον κ. Μητσοτάκη και να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη – άλλωστε, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους στους λεγόμενους ποιοτικούς δείκτες είναι τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας και αποδοχής τους από τους πολίτες.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Αυτός είναι συνεπώς ένας από τους λόγους για τους οποίους η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων από διάφορους πολιτικούς και μη κύκλους για τον αντίπαλο του κ. Μητσοτάκη συνεχίζεται. Είναι χαρακτηριστικό το σενάριο που ανακυκλώνεται διαρκώς και αφορά στη δημιουργία της «ενιαίας Κεντροαριστεράς», το οποίο ωστόσο δεν έχει έως τώρα ευοδωθεί και φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να ευοδωθεί με τους όρους που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή το πολιτικό παιχνίδι. Πολύ περισσότερο με τον κ. Κασσελάκη και τον κ. Ανδρουλάκη ως επικεφαλής των παρατάξεών τους, την ώρα πάντως που δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σοβαρή εναλλακτική λύση ούτε από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ούτε από αυτή του ΠΑΣΟΚ είτε από οπουδήποτε αλλού.

Δελφίνοι μιας χρήσης

Ακόμη και περιπτώσεις που έχουν ακουστεί στο παρελθόν, όπως ο Μανώλης Χριστοδουλάκης ή ο Παύλος Χρηστίδης στο ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να μπορούν να κάνουν τη διαφορά, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ η διάσπαση απέδειξε ότι η δυναμική που είχε η Εφη Αχτσιόγλου ήταν απλώς παροδική και άφησε ούτως ή άλλως σε δεύτερο πλάνο άλλους δελφίνους, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Αλλά και νέα πρόσωπα που προέκυψαν αιφνιδιαστικά στο προσκήνιο, όπως ο νέος δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας, η εκλογή του οποίου αποτέλεσε ούτως ή άλλως αφορμή για να ξαναζεσταθούν με τον πλέον επίσημο τρόπο τα σενάρια για «συγχώνευση» ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, δεν δείχνει να είναι το πρόσωπο που μπορεί να συσπειρώσει γύρω του στελέχη και ψηφοφόρους – ιδίως με αντιλήψεις και ιδέες π.χ. για την απόδοση ελεύθερων χώρων σε συλλογικότητες και κινηματίες, οι οποίες παραπέμπουν στην άκρα Αριστερά και επ’ ουδενί στην Κεντροαριστερά.

Αναζητώντας δε κατ’ αυτόν τον τρόπο εναλλακτικές λύσεις, δεν γίνεται καν λόγος για το χώρο του μεταρρυθμιστικού Κέντρου και κάποιο πρόσωπο που προέρχεται από αυτόν, δεδομένου ότι η κυριαρχία Μητσοτάκη έχει πλέον παγιωθεί και είναι μη αναστρέψιμη. Η δημιουργία άλλωστε ενός σχηματισμού ή ακόμη και συνασπισμού κομμάτων που μπορεί να εκφράσει με ενιαίο τρόπο την Κεντροαριστερά δεν συνεπάγεται απόλυτα τη δημιουργία ενός ισχυρού και εναλλακτικού πόλου απέναντι στη ΝΔ, αφού οι παροικούντες την (πολιτική) Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι το άθροισμα δυνάμεων με τη λογική των αριθμών δεν είναι ένα πραγματικό σενάριο με πραγματικά αποτελέσματα – το έδειξε άλλωστε πρόσφατα το παράδειγμα της Γαλλίας και του Ζαν-Λικ Μελανσόν.

Ξαναζεσταμένα σενάρια

Μοιραία συνεπώς ανακυκλώνονται στο προσκήνιο ή ακόμη και στο παρασκήνιο τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν να πουν κάτι καινούργιο στον κόσμο και να εμπνεύσουν την κοινωνία. Αδιάφορο μάλιστα εάν οι ίδιοι εκφράζουν με τη στάση τους τις φιλοδοξίες τους ή ακόμη και έχουν ώθηση από εξωθεσμικούς κύκλους και από την εγχώρια διαπλοκή, η οποία ουδέποτε έπαψε να υπάρχει και να παίζει τα παιχνίδια της. Ακόμη δε και δύο πρόσωπα που έχουν συνδέσει το όνομά τους με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιώργος Παπανδρέου, και οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο και δεν βρίσκονται στο προσκήνιο απεργάζονται διάφορα σενάρια στη λογική της ενιαίας Κεντροαριστεράς και βέβαια της επόμενης μέρας στα κόμματά τους, αδιαφορώντας εντέλει για τον κ. Κασσελάκη και τον κ. Ανδρουλάκη.

Ομως, από τη μία πλευρά, οι ίδιοι φαντάζει αδύνατο για μια σειρά από λόγους να επιστρέψουν στο προσκήνιο –καίτοι ιδίως ο κ. Τσίπρας ενδεχομένως να το ήθελε–, ενώ, από την άλλη, ουδείς από τον κύκλο των στενών συνεργατών τους ή έστω των συνομιλητών τους έχει το πολιτικό διαμέτρημα και τις ηγετικές ικανότητες για να τραβήξει το κάρο και να αλλάξει τις ισορροπίες στο τοπίο, όπου ο κ. Μητσοτάκης παραμένει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο απόλυτος κυρίαρχος.