Μπορεί να είναι γνωστός ως ζωγράφος και σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο ο πιο «ακριβός» εν ζωή καλλιτέχνης στον κόσμο, αλλά ο Βρετανός ζωγράφος Ντέιβιντ Χόκνεϊ είναι τα πάντα όλα: σχεδιαστής, χαράκτης, συγγραφέας, φωτογράφος και σκηνογράφος, μεταξύ άλλων. Και πώς να μην είναι τα έργα του, τα απίθανα και παραδεισένια τοπία του, τα ακριβότερα; Ειδικά αυτά τα τελευταία (στο ειδυλλιακό Γιορκσάιρ απ’ όπου κατάγεται ο καλλιτέχνης υπάρχουν εν αφθονία) «άγγιξαν» πολλούς. Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ πρόσφατα έχει εκθέσει στο Tate Modern στο Λονδίνο, στο Centre Pompidou στο Παρίσι και στο MET (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης) στη Νέα Υόρκη. Με λίγα λόγια, παντού εκεί όπου πρέπει. Ο,τι κάνει γίνεται είδηση. Η τελευταία εξ αυτών έχει στην κυριολεξία «πλημμυρίσει» τα ΜΜΕ, αναδεικνύοντας μια «φρενίτιδα» για τον καλλιτέχνη: έχει να κάνει με το πορτρέτο του τραγουδιστή Χάρι Στάιλς, ο οποίος μεσουρανεί μετά την εμφάνιση και την επιτυχία του προ ετών στο ριάλιτι «The X Factor» της βρετανικής τηλεόρασης. Αυτό λοιπόν θα εκτεθεί στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου (εκτίθενται εκεί 220.000 έργα από τον 8ο αιώνα ως σήμερα). Οχι παίζουμε!
Η πισίνα ως έμπνευση
Ντέιβιντ Χόκνεϊ λοιπόν. Σήμερα είναι 86 ετών. Μεγάλη μορφή! Στο Ηνωμένο Βασίλειο το όνομά του είναι ταυτισμένο με την pop art, της οποίας θεωρείται μέγας συντελεστής, έστω και αν ο ίδιος αρνείται τον τίτλο «pop artist». Είναι απόφοιτος του Royal College of Art του Λονδίνου. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1964 και συγκεκριμένα στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια (είχε προηγηθεί μια επίσκεψή του εκεί το 1963), «αναζητώντας το έντονο φως και τις σκιές που είχε δει στις ταινίες του Χόλιγουντ ως φοιτητής», όπως σημειώνει η Λούσι Χόουι στο myartbroker. Εμεινε στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ μέχρι το 1968, όταν και επέστρεψε στο Λονδίνο. Ξαναπήγε στην Καλιφόρνια το 1976 και εγκαταστάθηκε εκ νέου εκεί. Στην αμερικανική Πολιτεία, αρχικά τράβηξαν την προσοχή του οι πολλές πισίνες. Τον συγκίνησαν και ενεργοποίησαν τη δημιουργικότητά του! «Η πισίνα θα γινόταν το σκηνικό για πολλούς από τους σημαντικότερους πίνακές του της δεκαετίας του 1960 και του 1970 και οι αναπαραστάσεις του των σπιτιών στο Λος Αντζελες θα καθίσταντο καθοριστικές εικόνες στην πολιτιστική ταυτότητα της Νότιας Καλιφόρνια… Οι πίνακές του στο Λος Αντζελες φαίνονται να ανοίγουν έναν ειδυλλιακό κόσμο αναψυχής, λαμπερού φωτός και σεξουαλικής δεκτικότητας, εντελώς απαλλαγμένοι από το γκρίζο και την καταστολή της Βρετανίας που είχε αφήσει πίσω του», έγραψε στο διεθνές περιοδικό Τέχνης «APOLLO» τον Φεβρουάριο του 2017 ο συγγραφέας Μάθιου Σπέρλινγκ. Το βιβλίο του «A History of Pictures – From the Cave to the Computer Screen» (2016), που συνέγραψε με τον Μάρτιν Γκέιφορντ, προκάλεσε αίσθηση, όπως είχε γίνει και με ένα άλλο του από τα πολλά που έχει εκδώσει, το «Secret Knowledge – Rediscovering the Lost Techniques of the Old Masters» (2001). Το επιχείρημά τους ότι μερικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν ενίοτε οπτικές συσκευές θέτει υπό αμφισβήτηση τα δεδομένα της γνώσης για τον τρόπο δουλειάς των σπουδαίων ζωγράφων του παρελθόντος. Κάποιοι βέβαια δεν πείστηκαν. «Είναι δύσκολο να εξηγηθεί δεδομένου του πόσο λίγα συγκεκριμένα στοιχεία υπάρχουν για το ποιος ακριβώς χρησιμοποίησε αυτές τις μεθόδους, πότε και πώς», έγραψε η Ρέιτσελ Σπενς στην εφημερίδα «Financial Times» τον Οκτώβριο του 2016. Η ίδια προσθέτει όμως για το βιβλίο πως «πολύτιμη είναι η παρατήρηση του Γκέιφορντ ότι η αλληλεξάρτηση της φωτογραφίας και της ζωγραφικής οδήγησε τους μοντερνιστές κριτικούς όπως ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ (σ.σ.: γνωστός Αμερικανός κριτικός Τέχνης και δοκιμιογράφος) να διατυπώσουν τη γνώμη ότι “δεν έμεινε τίποτα για την παραστατική ζωγραφική”. Ως αποτέλεσμα, μια γενιά Αμερικανών ζωγράφων στράφηκε στις αφηρημένες έννοιες».
«Είμαι υπερεκτιμημένος»
Ο Βρετανός ζωγράφος εξακολουθεί να πειραματίζεται με περίπου τα πάντα: χώρο, χρώμα και φως. Παρακολουθεί με αδάμαστο ενδιαφέρον τις τεχνολογικές εξελίξεις στα νέα μέσα και αναζητεί συνεχώς τρόπους αξιοποίησής τους. Οι φιλότεχνοι εισπράττουν την αισιοδοξία του, εισπράττουν τη λάμψη στα έργα του, τον προτιμούν και τον τιμούν. Ο ίδιος λέει πως «κοιτάω τον κόσμο όλη μου τη ζωή και αυτό που βλέπω είναι μάλλον όμορφο». Αυτό! Oπως σημειώνει στο «APOLLO» ο Σπέρλινγκ, «ο Αμερικανός ζωγράφος Eρικ Φισλ απέτισε φόρο τιμής στην “πρωτεϊνική” ευαισθησία… του Χόκνεϊ, ικανή για Ολύμπιες παρατηρήσεις, να σκοντάφτει στην επιφάνεια των πραγμάτων, να μαζεύει αυτό και εκείνο και να δομεί λαμπρούς, σαγηνευτικούς κόσμους». «Είναι υπερεκτιμημένη. Η Tέχνη μου δεν είναι τόσο καλή όσο νομίζουν κάποιοι», λέει από την πλευρά του ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, κάτι που σημειώνει ο συγγραφέας και ποιητής Aνταμ Χέρτμαν στο MutualArt τον Νοέμβριο του 2018, προσθέτοντας πως «ο Χόκνεϊ δεν μπορεί ποτέ να είναι άσκοπα μεγαλοπρεπής».