Εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων μέσα σε έξι μήνες, πρωτόδικη απόφαση σε ποινική υπόθεση σε έως 700 ημέρες και πειθαρχική «καμπάνα» για τους ανυπάκουους δικαστές, προβλέπει μεταξύ άλλων ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, που παρουσιάστηκε χθες στο Υπουργικό Συμβούλιο από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη.
Το «λίφτιγκ» στον τρόπο περαίωσης δικαστικών λειτουργιών θεωρήθηκε από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου ως απολύτως αναγκαίο, καθώς η Δικαιοσύνη «στενάζει» από λιμνάζουσες υποθέσεις, αργοπορημένη εκδίκαση των υποθέσεων και τεράστια καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Με βάση την εισήγηση του Γιώργου Φλωρίδη, με τον Νέο Κώδικα τίθενται πολύ αυστηρά όρια στην εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων, όπως αγωγές, ασφαλιστικά μέτρα, ανακοπές κατά κατασχέσεων, με απώτατο όριο τους έξι μήνες.
Σύμφωνα με το σχέδιο, τα νέα χρονικά όρια, όπως προσδιορίζονται στο υπό διαμόρφωση άρθρο 307 ΚΠολΔ προβλέπουν ότι στην τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες θα πρέπει να εκδίδεται οριστική απόφαση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Στη δε διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ο δικαστής θα πρέπει να εκδίδει ετυμηγορία μέσα σε τέσσερις μήνες από τη συζήτηση.
Μάλιστα, αυτό που προβλέπεται σε περίπτωση που ο δικαστής διαπιστώσει πως δεν προλαβαίνει, είναι να ενημερώσει στους πέντε μήνες τον προϊστάμενό του για τους λόγους της καθυστέρησης, αν πρόκειται για την τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες, στους τρεις μήνες στην εκουσία δικαιοδοσία και στις είκοσι ημέρες για τα ασφαλιστικά μέτρα. Οφείλει δε να δηλώσει το επιπλέον διάστημα που θα απαιτηθεί για την έκδοση της απόφασής του.
Αυστηρό χρονοδιάγραμμα προβλέπεται και για την έκδοση πρωτόδικων ποινικών αποφάσεων. Το χρονικό «ταβάνι» για τους δικαστές θα ορίζονται οι 700 ημέρες, μισός χρόνος από τη σημερινή επίδοση των Ελλήνων δικαστών, καθώς ο μέσος χρόνος της χώρας για μια απόφαση σε πρώτο βαθμό είναι οι 1.492 ημέρες.
Οι ποινές για κωλυσιεργία
Η μη τήρηση των προβλεπόμενων χρονικών πλαισίων από τους δικαστές θα ενεργοποιεί αυτόματη πειθαρχική διαδικασία σε βάρος τους. Η διαδικασία προβλέπει συγκεκριμένα βήματα:
-Ο προϊστάμενος του δικαστηρίου υποχρεούται να διαβιβάσει το εν λόγω έγγραφο στον Άρειο Πάγο, ενώ το δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει τους διαδίκους για την καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης που τους αφορά, τον χρόνο στον οποίο προβλέπεται η έκδοσή της κατά τη δήλωση του δικαστή, καθώς και τους λόγους αυτής.
-Μόλις συμπληρωθεί ο απώτατος χρόνος έκδοσης της απόφασης, κατά την παράγραφο 1, και αφού ληφθεί υπόψη η έγγραφη ενημέρωση του δικαστή κατά την παράγραφο 2, ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη η καθυστέρηση. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και αν παρήλθε ο πρόσθετος χρόνος που δηλώθηκε, χωρίς να έχει δημοσιευθεί η απόφαση που καθυστερεί, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού.
Αντιμέτωποι με διοικητικές κυρώσεις θα βρεθούν και οι διάδικοι κάθε υπόθεσης, σε περίπτωση που καθυστερούν τη διαδικασία ή πιαστούν ανέτοιμοι κατά την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης. Με αυτόν τον τρόπο, το νομοθέτημα στοχεύει στην αξιοποίηση του χρόνου της προδικασίας, ώστε όταν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο να είναι ώριμη για εκδίκαση, ενώ τυχόν τυπικά κενά και παραλείψεις θα μπορούν να έχουν καλυφθεί ύστερα από υπόδειξη του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού.
Οι προωθούμενες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων αποτέλεσαν αντικείμενο μακροχρόνιας επεξεργασίας από ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους, πανεπιστημιακούς και εκπροσώπους του υπουργείου, υπό την προεδρία του υφυπουργού Δικαιοσύνης, Ιωάννη Μπούγα. Το νομοσχέδιο που θα ενσωματώνει τις πρωτοποριακές διατάξεις αναμένεται άμεσα να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και φιλοδοξία του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να έχει ψηφιστεί μέσα στο καλοκαίρι.