Οι δύο επώνυμοι που φέρονται να προχώρησαν σε παραβιάσεις του ΚΟΚ, άνοιξαν το δημόσιο διάλογο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τις πολύ αυστηρές ποινές του νέου ΚΟΚ, και τα σχόλια της συντριπτικής πλειοψηφίας των χρηστών μου προκάλεσαν τεράστια εντύπωση.

Όχι γιατί υπήρξε θυμός ή χαιρεκακία, αλλά γιατί αντίθετα, επικράτησε μια απροσδόκητη ωριμότητα. Οι χρήστες στάθηκαν κυρίως στο γεγονός ότι ο νέος ΚΟΚ είναι αυστηρότερος, και ότι αυτό τελικά είναι απαραίτητο. Μέσα σε λίγες γραμμές σχολίων, φάνηκε καθαρά πως η κοινωνία αποδέχεται την αυστηρότητα, και θα τολμήσω να γράψω πως η είδηση της αυστηρότητας αυτής λειτούργησε ανακουφιστικά στα περισσότερα στρώματα της.

Και αυτό έχει αιτία ξεκάθαρη, καθώς η Ελλάδα έχει περάσει δεκαετίες με εκατοντάδες νεκρούς και αναπήρους από τροχαία ατυχήματα στην άσφαλτο. Ο συλλογικός αυτός πόνος φαίνεται να έχει ριζώσει βαθιά και να έχει ωριμάσει το δημόσιο αίσθημα. Δεν αρκεί πλέον η ηθική νουθεσία· η κοινωνία τελικά απαιτούσε αυστηρούς νόμους και, κυρίως, την εφαρμογή τους.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναγνωρίσουμε τον ρόλο του Αναπληρωτή Υπουργού Μεταφορών Κωνσταντίνου Κυρανάκη στη μεταρρύθμιση αυτή, αφού ήταν εκείνος που προώθησε τις αλλαγές στον ΚΟΚ και υπέρ-συγκράτησε τις έντονες αντιστάσεις από μια μικρή μερίδα πολιτών, κυρίως προσκείμενη στους κύκλους της αντιπολίτευσης, δείχνοντας πολιτικό θάρρος και ρεαλισμό. Χάρη στην παρέμβασή του αυτή, η Ελλάδα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς μια πιο ασφαλή κοινωνία στους δρόμους.

Ο νέος ΚΟΚ έρχεται να ανταποκριθεί στην κοινωνική απαίτηση της οδικής ασφάλειας με τρόπο ουσιαστικό: υψηλότερα πρόστιμα, άμεσες κυρώσεις, αυστηρότερο point system και συστηματικούς ελέγχους μέσω καμερών. Κι ενώ κάποτε θα περιμέναμε έντονες αντιδράσεις ή καχυποψία απέναντι σε οποιαδήποτε αυστηροποίηση, τελικά συναντήσαμε απρόσμενο ευρωπαϊσμό.

Αντί για γκρίνια, επιτέλους, για πρώτη φορά στα χρονικά, μια αίσθηση ότι η οδηγική ποιότητα μπορεί να βελτιωθεί και ότι οι δρόμοι θα γίνουν ασφαλέστεροι.

Και αυτό είναι αξιοσημείωτο.