Αντιδράσεις έχει προκαλέσει στον Ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο – και όχι μόνο – η αιφνιδιαστική απόφαση των αιγυπτιακών αρχών να προχωρήσουν στη δήμευση της περιουσίας της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά και να διακόψουν τη λειτουργία της.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο προβλέπει την απομάκρυνση των μοναχών από το μοναστικό συγκρότημα και την αξιοποίησή του ως τουριστικού πόλου από το αιγυπτιακό κράτος, γεγονός που έχει εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τον σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών και την προστασία ενός παγκόσμιας σημασίας πολιτιστικού μνημείου.

Η είδηση προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις τόσο στην Εκκλησία της Ελλάδος όσο και σε διεθνή θρησκευτικά και πολιτικά φόρα.

Η Μονή, που λειτουργεί αδιάλειπτα επί 17 αιώνες στους πρόποδες του όρους Σινά – του τόπου όπου κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές – δεν αποτελεί μόνο σύμβολο της Ορθοδοξίας, αλλά και μοναδικό παράδειγμα διαθρησκειακού διαλόγου και σεβασμού, αφού για αιώνες συνυπάρχει ειρηνικά με τους μουσουλμάνους βεδουίνους της περιοχής.

Ένα παγκόσμιο σύμβολο πίστης, πολιτισμού και ειρηνικής συνύπαρξης

Η ιστορία της Μονής ξεκινά τον 4ο αιώνα, όταν η Αγία Ελένη ίδρυσε μικρό παρεκκλήσι στο σημείο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, είχε δει φλεγόμενη και άκαυστη βάτο ο Μωυσής. Τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανήγειρε σε αυτοκρατορική μονή. Έκτοτε, η Αγία Αικατερίνη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για ηγεμόνες, προσκυνητές και μελετητές από όλο τον κόσμο.

Μοναδικό στη μακρά ιστορία της Μονής είναι το γεγονός ότι βρήκε προστασία όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά και από Μουσουλμάνους ηγέτες, όπως ο ίδιος ο Μωάμεθ – ο οποίος φέρεται να της παρείχε προσωπική διαβεβαίωση προστασίας – ο Σουλτάνος Σελίμ Α’, η Αικατερίνη της Ρωσίας και ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Η πολύμορφη αυτή ιστορική διαδρομή αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της οικουμενικής αξίας και της υπερεθνικής αποστολής της Μονής.

Πνευματικός και πολιτιστικός φάρος μέσα στην έρημο

Πέρα από τον πνευματικό της ρόλο, η Μονή Αγίας Αικατερίνης αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Διαθέτει μία από τις παλαιότερες και σημαντικότερες βιβλιοθήκες στον κόσμο, με χιλιάδες παπύρους και χειρόγραφα σε διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας του 4ου αιώνα – ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Βίβλου.

Η συλλογή των φορητών εικόνων της Μονής θεωρείται η πλουσιότερη και σημαντικότερη διεθνώς, με σπάνια έργα που χρονολογούνται από τον 6ο και 7ο αιώνα, ανάμεσά τους οι αρχαιότερες γνωστές απεικονίσεις του Χριστού και της Παναγίας.

Το 2003, η UNESCO αναγνώρισε επισήμως τη μοναδική αυτή πνευματική και πολιτιστική παρακαταθήκη, εντάσσοντας τη Μονή και την ευρύτερη περιοχή στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Σύμβολο ειρηνικής συνύπαρξης με τους Βεδουίνους

Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η στενή σχέση που έχει αναπτυχθεί ανά τους αιώνες μεταξύ της Μονής και των τοπικών κοινοτήτων των Βεδουίνων. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής υπήρξαν σταθεροί προστάτες του μοναστηριού, προσφέροντας όχι μόνο υλική αλλά και ηθική στήριξη.

Η Μονή, από την πλευρά της, παραμένει μέχρι σήμερα φορέας στήριξης για τις κοινότητες αυτές, συνδράμοντας στην πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την περιβαλλοντική και πολιτιστική διατήρηση της περιοχής.

Αβέβαιο το μέλλον ενός παγκόσμιου συμβόλου

Η απόφαση των αιγυπτιακών αρχών να αναστείλουν τη λειτουργία της Μονής και να θέσουν υπό κρατικό έλεγχο την περιουσία της έχει προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς στη διεθνή κοινότητα.

Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο πλήττει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά υπονομεύει και το ιστορικό παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης που η Μονή εκπροσωπεί.