Από το «ή εμείς ή αυτοί» και το «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τα περί «αρχιτέκτονα της συγκάλυψης» του ΠΑΣΟΚ, η τοξικότητα και η ακραία αντιπολιτευτική τακτική που κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια έχουν μετατρέψει την πολιτική σκηνή σε αρένα και τον πολιτικό λόγο και την κριτική σε μια μορφή προσωπικών επιθέσεων που αγγίζουν σε πολλές περιπτώσεις και τα όρια της δολοφονίας χαρακτήρων.

Κι όμως, κόμματα που εξέθρεψαν το τέρας του λαϊκισμού εμφανίζονται σήμερα να κατηγορούν την κυβέρνηση για τοξικότητα. Το έκανε το ΠΑΣΟΚ το προηγούμενο διάστημα, το συνέχισε ο ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τις αναφορές και την κριτική του κυβερνητικού εκπροσώπου ο οποίος θύμισε την περίοδο διακυβέρνησης Τσίπρα.

Τίποτα αναληθές

Η επισήμανση σχετικά με τους φυλακισμένους που ψήφισαν σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αφορμή για να τεθεί θέμα τοξικότητας και χυδαιότητας από την πλευρά της Κουμουνδούρου. Μόνο που επί της ουσίας η αναφορά του Παύλου Μαρινάκη δεν περιείχε κάτι αναληθές, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, τόσο σε ό,τι αφορά τις αποφυλακίσεις βάσει νόμων της περιόδου 2015-2019, όσο και με τα στοιχεία για τα αποτελέσματα στις κάλπες που στήθηκαν στις εκλογικές αναμετρήσεις προκειμένου να ψηφίσουν –όσοι είχαν το δικαίωμα βάσει των ποινών τους– στις εκλογές.

Οπότε πού είναι η τοξικότητα, θα αναρωτηθεί κανείς. Εκτός αν θεωρήθηκαν τοξικότητα οι αναφορές στα πεπραγμένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και η αντιπολίτευση εκτιμά πως μόνο αυτή δύναται να ασκεί κριτική – οτιδήποτε άλλο είναι… χυδαίο. Αν μη τι άλλο, ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε ν’ απαντήσει με τη δική του… αλήθεια για την περίοδο που ήταν πρωθυπουργός.

Το ζήτημα είναι ότι οι λέξεις από ένα σημείο και μετά χάνουν το νόημά τους. Διότι για παράδειγμα είναι τοξικό να αναφέρεις κάποια στοιχεία, αλλά δεν είναι να θέτεις ερωτήματα προς τον πρωθυπουργό για τον θάνατο ενός ανθρώπου σε ένα πλαίσιο που παραπέμπει σε μια τραγωδία και στην εργαλειοποίησή της; Και μάλιστα από το βήμα της Βουλής.

Ή δεν είναι τοξικό να κατηγορείς μια κυβέρνηση και μια παράταξη ως δολοφόνους; Ή ως παιδοβιαστές; Ή ως εγκληματική οργάνωση; Πόσο μη τοξικό είναι να μιλούν για «χούντα» προκειμένου να πλειοδοτήσουν σε χυδαιότητα;

Στόχο είχαν πάντα τη δημιουργία ενός διχαστικού κλίματος που όμως, μετά την κατάρρευση των αφηγημάτων και των συνθημάτων τύπου «μνημόνιο- αντιμνημόνιο», έχασε τη δυναμική του. Επανήλθαν στο πλαίσιο της εργαλειοποίησης της τραγωδίας των Τεμπών, αλλά και πάλι οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό μέσα από τις αποκαλύψεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, εν αναμονή πάντα των εξελίξεων σε μια υπόθεση που είναι ακόμη στο στάδιο της ανάκρισης.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και έξι χρόνια έχει βρεθεί στο στόχαστρο ακραίων επιθέσεων, χυδαίων χαρακτηρισμών με στόχο τη δημιουργία τοξικού κλίματος. Με στόχο την… αγανάκτηση και την οργή, που το 2015 κυριάρχησε στην ψήφο των πολιτών με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.

Το πρόβλημα για τους θιασώτες αυτής της λογικής είναι πως σήμερα οι πολίτες δείχνουν πως δεν εμπιστεύονται τις ακραίες φωνές και πως κλείνουν τα αυτιά τους στις σειρήνες της καταστροφολογίας. Ναι, βρίσκονται σε μια στάση αναμονής, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, αλλά δεν σπεύδουν να υιοθετήσουν τοξικές πρακτικές στην πλειονότητά τους. Επιλέγουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια που δίνει εγγυήσεις για το παρόν και το μέλλον. Η προοπτική αποτελεί τη βάση με την οποία κρίνουν και θα κρίνουν, όταν έρθει η ώρα της απόφασης, για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Αυταπάτες, τέλος!

Οι περίοδοι κυριαρχίας των αντισυστημικών φαίνεται να έχουν περάσει μετά τα όσα συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι έχουν περάσει και οι περίοδοι με τις αυταπάτες αλλά και αυτές της πολιτικής εξαπάτησης. Ναι, υπάρχουν πολλοί που λειτουργούν με ιδεοληπτικές παρωπίδες, μόνο που όσο περνά ο καιρός η τοξικότητα, η χυδαιότητα και ο λαϊκισμός κόβουν όλο και λιγότερα… εισιτήρια.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και σε ό,τι αφορά το ποιος στηρίζεται στο λεγόμενο… σκληρό ροκ και στην ακραία κριτική, οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να το διαπιστώνουν.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».