Μετά το εκλογικό Βατερλό του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου 2019, όλοι περίμεναν ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα τηρούσε την υπόσχεσή του: να προσφύγει άμεσα σε εθνικές κάλπες, οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές.
Ο ίδιος, άλλωστε, από το Ζάππειο είχε δεσμευτεί πως την επομένη του β΄ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών (2 Ιουνίου) θα πήγαινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο για να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής. Ωστόσο, η Δευτέρα 3 Ιουνίου ξημέρωσε και, αντί για επίσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑέφερε στη Βουλή –και μάλιστα με διαδικασία κατεπείγοντος– το νομοσχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 2019, ύστερα από μια σφοδρή κοινοβουλευτική σύγκρουση με τη Νέα Δημοκρατία και την αποχώρηση όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η τότε κυβέρνηση ψήφισε αλλαγές που προκάλεσαν σοκ: η δωροδοκία μετατράπηκε από κακούργημα σε πλημμέλημα, ενώ μια σειρά από ποινές μειώθηκαν δραστικά. Το γιατί η κυβέρνηση προχώρησε σε αυτές τις αλλαγές, λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τις εθνικές εκλογές, παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο, ανερμήνευτο, ανεξήγητο.
«Καλοκαίρι του 2019, λίγο πριν από τις εκλογές, η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε έναν Ποινικό Κώδικα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των εγκληματιών», τόνιζαν τότε από την αντιπολίτευση, επισημαίνοντας ότι «χωρίς καμία υπερβολή, υπήρχαν φωτογραφικές διατάξεις, μείωση ποινών και δυνατότητα για τους καταδικασμένους να εκτίουν πολύ μικρό μέρος της ποινής τους».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανθρωποκτονία, που έως τότε τιμωρούνταν αποκλειστικά με ισόβια κάθειρξη. Ο νέος Κώδικας έδωσε τη δυνατότητα στα δικαστήρια να επιβάλλουν ποινή ακόμη και μόλις 15 ετών. Το ίδιο συνέβη και με όλα τα κακουργήματα: το ανώτατο πλαφόν των 20 ετών κάθειρξης περιορίστηκε στα 15.
Ετσι, σοβαρά εγκλήματα αντιμετωπίζονταν πλέον με μεγαλύτερη επιείκεια.
Η Νέα Δημοκρατία, με την ανάληψη της διακυβέρνησης και με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κώστα Τσιάρα, ξεκίνησε την αντιστροφή αυτής της κατάστασης. «Δεν είναι ούτε τιμωρητική ούτε εκδικητική παρέμβαση, είναι δίκαιη», έλεγαν αργότερα γαλάζιες κυβερνητικές πηγές, εξηγώντας ότι η μεταρρύθμιση χωρίστηκε σε τρεις άξονες: αυστηροποίηση των ποινών σε πλημμελήματα με κοινωνικές συνέπειες (π.χ. θανατηφόρα τροχαία ή εμπρησμοί), περιορισμός της υφ’ όρον απόλυσης που δεν θα δίνεται πλέον αυτόματα αλλά μόνο με κρίση των αρμόδιων συμβουλίων, και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, η πιο σκληρή κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ εστιάζεται στον αποκαλούμενο «νόμο Παρασκευόπουλου», που εφαρμόστηκε ήδη από το 2015 και οδήγησε –σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία– στην αποφυλάκιση περισσότερων από 17.000 κρατουμένων έως τον Αύγουστο του 2019. «Μόνο σε 17.000 βαρυποινίτες έχει λείψει ο κ. Τσίπρας», δήλωσε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, επισημαίνοντας ότι κάθε μήνα αποφυλακίζονταν περίπου 430 με 450 κρατούμενοι.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
- Το 2015 αποφυλακίστηκαν 1.735 κρατούμενοι.
- Το 2016 ο αριθμός αυξήθηκε σε 3.455.
- Το 2017 αποφυλακίστηκαν 4.635.
- Το 2018 έφτασαν τους 4.765.
- Το 2019, λίγο πριν από τις εκλογές, 3.603.
Συνολικά, πάνω από 17.000 αποφυλακίσεις, που αφορούσαν μεταξύ άλλων καταδικασθέντες για ληστείες, κλοπές και ναρκωτικά. Μόνο για το 2017, 320 ληστές, 1.137 κλέφτες και περίπου 700 εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις ναρκωτικών βγήκαν από τη φυλακή αξιοποιώντας τις ευεργετικές διατάξεις.
Το επιχείρημα περί αποσυμφόρησης των φυλακών αποδείχθηκε αδύναμο, καθώς οι φυλακίσεις συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Ο νόμος, μάλιστα, δεν προέβλεπε εξαιρέσεις ως προς τη βαρύτητα του αδικήματος: ακόμη και καταδικασθέντες σε πολυετείς ποινές μπορούσαν να αποφυλακιστούν μετά την έκτιση μικρού μέρους της ποινής. Για παράδειγμα, ποινές μέχρι 3 έτη μπορούσαν να μειωθούν στο 1/10, κάθειρξη 10 ετών στα 2/5, ενώ για ποινές άνω των 10 ετών αρκούσε το 1/3.
Η συζήτηση για τον νέο Ποινικό Κώδικα και τον νόμο Παρασκευόπουλου συνεχίζει να γεννά ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά, με δεδομένο ότι λογικές απαντήσεις δεν έχουν δοθεί ποτέ. Και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα τόσο ενισχύεται η εντύπωση ότι οι επιλογές του δεν υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη μεταρρύθμισης, αλλά από σκοπιμότητες που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί.
Κι ενώ η κοινωνία αναζητεί απαντήσεις για το σκεπτικό πίσω από τις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας (που θέλει αναβαπτισμένος να επανέλθει) τηρεί σιγήν ιχθύος. Γιατί λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές προχώρησε σε τόσο κρίσιμες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα; Γιατί επέμεινε σε έναν νόμο που αποδυνάμωνε την ποινική πολιτική της χώρας;