Σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα το 2019. Συγκεκριμένα το 48% των Ελλήνων αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν σε έξοδα όπως αυτά μιας χειρουργικής επέμβασης, κηδείας, αντικατάστασης πλυντηρίου ή αυτοκινήτου. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σύμφωνα με στοιχεία της Εurostat, ήταν 32%.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η ικανότητα διαχείρισης απροσδόκητων δαπανών έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2012, οπότε και άγγιζε το 40%.
Τα άτομα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα ήταν κατά κύριο λόγο μεμονωμένα άτομα σε ποσοστό 40% , ενώ σε ποσοστό 56% ήταν μεμονωμένα άτομα με παιδιά. Υψηλότερα ήταν τα ποσοστά για τις ανύπαντρες γυναίκες (43%) από ό, τι για τους ανύπαντρες (36%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά (25%) καταγράφηκαν σε νοικοκυριά με δύο ενήλικες, σε νοικοκυριά δύο ενήλικων με ένα εξαρτώμενο παιδί (28%) και σε νοικοκυριά δύο ενηλίκων με δύο εξαρτώμενα παιδιά (26%).
Μεταξύ όλων των τύπων νοικοκυριών, το ποσοστό των ατόμων που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα ήταν χαμηλότερο για δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον ένας είναι 65 ετών και άνω (24%).
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το μερίδιο των ατόμων που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα ήταν υψηλότερο στην Κροατία (52%), ακολουθούμενη από τη Λετονία (50%), την Ελλάδα και την Κύπρο (και οι δύο 48%), τη Λιθουανία (47%) και τη Ρουμανία ( 44%).
Λιγότερο από ένα στα τέσσερα άτομα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα στη Δανία (23%), την Τσεχία και τις Κάτω Χώρες (22% και τα δύο), το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τη Σουηδία (όλα τα στοιχεία 20%, 2018) καθώς και στη Μάλτα (15% ).