Και τί να γράψεις σήμερα, και τί να θυμηθείς, τί να πρωτοθυμηθείς για εκείνες τις μαύρες μέρες του 2018 που μπορεί να έκαψαν το Μάτι, αλλά πάγωσαν μια ολόκληρη χώρα και όχι μόνο;
Να θυμηθείς την πρώτη φρίκη στο πρόσωπο του ρεπόρτερ που σε ζωντανή σύνδεση είδε μέσα σε ένα καμένο αμάξι, και εσύ μαζί του, έναν άνθρωπο απανθρακωμένο, τον πρώτο;
Να θυμηθείς τα μάτια του που είχαν γουρλώσει στη θέα των καμμένων σαρκών, να θυμηθείς το βλέμμα του που είχε παγώσει και μαζί και το δικό σου;
Να θυμηθείς τη θάλασσα τη σκοτεινιασμένη, τη θάλασσα τη μαύρη την καρβουνιασμένη, να θυμηθείς τους ναυαγούς της στεριάς που εκλιπαρούσαν για βοήθεια και πνίγονταν μονάχοι κολυμπώντας στον Άδη;
Να θυμηθείς τη μάνα που έψαχνε την κόρη που είχε τσακιστεί στα βράχια, τον πατέρα που έψαχνε το γιο, τους παππούδες που σφιχταγκάλιαζαν τα δίδυμα εγγόνια για να χαθούν μαζί στο φως;
Τί να θυμηθείς, να θυμηθείς εκείνο τον κύκλο με τα εικοσιπέντε κορμιά που έβλεπαν τη θάλασσα αλλά τους πρόλαβε ο θάνατος σε εκείνο το οικόπεδο και κάηκαν όλοι μαζί παρέα;
Θεέ μου, τί, τί να θυμηθείς, πες μου.
Πες μου και πώς πρέπει να ξεχάσω όλη αυτή την τραγωδία, πώς να ξεχάσω όλους αυτούς που δεν έκαναν τίποτα για να τους σώσουν, πες μου πώς να ξεχάσω το θέατρο που έπαιξαν πάνω στα εξαϋλωμένα πτώματα, πώς να ξεχάσω τη στραβή στη βάρδια, πες μου πώς να τους αντικρίσω και να μη θυμηθώ τα αξημέρωτα που πήγαν δήθεν σαν τους κλέφτες να δουν τους ανθρώπους που έμειναν πίσω να σπαράζουν, και που αν τους έδιναν 2.000 ευρώ θα τα σπαταλούσαν.
Πόση φρίκη, πόσος πόνος, πόσος θάνατος μαζεμένος σε λίγα στρέμματα;
Πόση ανικανότητα, πόσο δούλεμα, πόσο θράσος, και πόση ατελείωτη αισχρότητα για 102 χαμένες ψυχές;
Η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω από όλα, ένα 112 να λειτουργούσε, ναι, αυτό το κακό 112 που πλέον κάποιους τους ενοχλεί κιόλας, ένα 112 να λειτουργούσε όλα θα ήταν αλλιώς.
Πολύ αλλιώς.