«Προκαλεί ευλόγως εντύπωση η αφωνία εκείνων που, αναλόγως την υπόθεση, μετατρέπονται σε λαϊκούς δικαστές και σήμερα δεν έχουν να πουν ούτε μισή λέξη», τονίζει σε ανάρτησή του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Παύλος Μαρινάκης.
Όπως επισημαίνει «Την 23η Ιουλίου του 2018 κανείς μας δεν πρόκειται να την ξεχάσει. Και πολύ περισσότερο όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους.
Η ανακοίνωση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έξι χρόνια μετά, επανέφερε μνήμες και προκάλεσε αντιδράσεις.
Ακούγοντας και διαβάζοντας όσα λέγονται και γράφονται, νιώθω την ανάγκη να σας καταθέσω κάποιες σκέψεις:
Πρώτον, κατέχοντας οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα είναι ανεπίτρεπτο να σχολιάζουμε δικαστικές αποφάσεις.
Στη χώρα μας υπάρχει διάκριση των εξουσιών και από το 2019 στο Μέγαρο Μαξίμου δεν λειτουργεί «παραϋπουργείο Δικαιοσύνης», όπως επωνύμως έχει καταγγελθεί από πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η Δικαιοσύνη – και μόνο αυτή – είναι υπεύθυνη για την έκδοση αποφάσεων και την επιβολή ποινών.
Δεύτερον, στη συγκεκριμένη υπόθεση εφαρμόστηκε ο Ποινικός Κώδικας που ψηφίστηκε το 2019 από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πριν φύγει από την εξουσία. Γιατί; Γιατί υποχρεωτικά, κάθε κατηγορούμενος δικάζεται με βάση την επιεικέστερη νομοθεσία που έχει ισχύσει - έστω και για μία ημέρα - από τον χρόνο τέλεσης της πράξης του μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της απόφασης. Συνεπώς, οι αλλαγές που έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ στον Ποινικό Κώδικα – τις οποίες δεν ψήφισε η αντιπολίτευση – τόσο κατά την πρώτη τετραετία, όσο και κατά τη δεύτερη, πριν από λίγους μήνες, ήταν εκ του νόμου αδύνατον να εφαρμοστούν στην εν λόγω υπόθεση.
Πράγματι, με τις τροποποιήσεις των τελευταίων ετών αυστηροποιήθηκαν μια σειρά από διατάξεις, σχετιζόμενες με τον εμπρησμό εκ δόλου ή εξ αμελείας, ενώ, παράλληλα, με την τελευταία τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα ισχύει ένα εντελώς διαφορετικό νομικό καθεστώς ως προς την έκτιση των πλημμεληματικών ποινών.
Τρίτον, η Δικαιοσύνη διαθέτει νομικά εργαλεία τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει, εφόσον κρίνει ότι πρέπει να το πράξει. Ακόμα, όμως και να συμβεί αυτό, επειδή, επαναλαμβάνω, είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου και οι επίμαχες πράξεις έχουν χαρακτηριστεί ως πλημμεληματικού χαρακτήρα στο σύνολό τους, παραγράφονται τον Ιούλιο του 2026, δηλαδή με την παρέλευση 8 ετών από την τέλεσή τους. Συνεπώς, αναλόγως με τις αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης ως προς την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, όλα εν συνεχεία πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα γιατί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραγραφής.
Εν κατακλείδι, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία δεν έχουν καμία δυνατότητα ούτε καν σχολιασμού των αποφάσεων της δικαστικής εξουσίας. Οφείλουν, όμως, να εισάγουν και να νομοθετούν διατάξεις οι οποίες να δίνουν τα αναγκαία νομικά όπλα σε ένα δικαστήριο για να εκδίδει αντιστοίχως δίκαιες αποφάσεις, όπως εκείνο κρίνει.
Εμείς θα συνεχίσουμε να πράττουμε το αυτονόητο, δηλαδή να μην εργαλειοποιούμε δικαστικές αποφάσεις και να μην τις κρίνουμε κατά το δοκούν. Σε κάθε περίπτωση, προκαλεί ευλόγως εντύπωση η αφωνία εκείνων που, αναλόγως την υπόθεση, μετατρέπονται σε λαϊκούς δικαστές και σήμερα δεν έχουν να πουν ούτε μισή λέξη για το νομικό πλαίσιο κάτω από το οποίο εξεδόθη αυτή η απόφαση.