Η 21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται από τις 8 έως τις 11 Μαΐου 2025, στον εκθεσιακό χώρο της ΔΕΘ – Helexpo. Η Ιταλία είναι η τιμώμενη χώρα, ενώ η κύρια θεματική της έκθεσης είναι η «Ανθρώπινη Δημιουργικότητα και Τεχνητή Νοημοσύνη».
Η Θεσσαλονίκη φέτος θυμάται. Θυμάται τον ποιητή της σιωπής και της πράξης, τον άνθρωπο που αρνήθηκε να είναι έμβλημα και έγινε συνείδηση. Στον αιώνα από τη γέννησή του και στην εικοσαετία από τον θάνατό του, ο Μανόλης Αναγνωστάκης επιστρέφει όχι σαν τιμώμενο πρόσωπο μιας τελετουργίας, αλλά ως «ζωντανός» συνομιλητής στοχασμών, ενστάσεων και στίχων που δεν έπαψαν να καρφώνονται «σαν πρόκες».
Με αφορμή την 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και την αφιέρωση στη μνήμη του, επανεξετάζουμε τον Αναγνωστάκη όχι απλώς ως πολιτικό ποιητή ή μάρτυρα εποχών, αλλά ως πνεύμα ελεύθερο, βαθιά ειρωνικό, και οδυνηρά ειλικρινές. Η παρούσα αναδρομή δεν είναι ένα εγκώμιο· είναι μια πρόσκληση επιστροφής σε έναν λόγο που διασώζει την αξιοπρέπεια της ήττας, χωρίς να λιγοστεύει την ελπίδα.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει πάνω από 500 εκδηλώσεις, με τη συμμετοχή 850 Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Στο πλαίσιο της έκθεσης, θα πραγματοποιηθούν αφιερώματα και συζητήσεις για τον Μανόλη Αναγνωστάκη με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και τα 20 χρόνια από τον θάνατό του, αναδεικνύοντας τη σημαντική του προσφορά στη λογοτεχνία και την πολιτική σκέψη.
Η φετινή Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουμε και να τιμήσουμε το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, ενός ποιητή που με τη γραφή του ανέδειξε τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις της εποχής του, παραμένοντας επίκαιρος και διαχρονικός.
Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής της ήττας και της αλήθειας
Από τη Θεσσαλονίκη στη φυλακή και από την ποίηση στη σιωπή, ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε μια από τις πιο αυθεντικές φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Η φωνή της ματαίωσης – και της αξιοπρέπειας
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου 1925 και μεγάλωσε σε μια οικογένεια με ρίζες στην Κρήτη και πνευματικά εφόδια. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε στην ακτινολογία, όμως από νωρίς ακολούθησε τον δύσβατο δρόμο της Αντίστασης, της πολιτικής στράτευσης και –τελικά– της ποίησης. Το τίμημα της πολιτικής του στάσης ήταν βαρύ: φυλακίστηκε, βασανίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο για τις ιδέες του.
Η ποίηση ως μαρτυρία
Η ποιητική του φωνή έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1942. Η συλλογή Εποχές εκδόθηκε το 1945 με δικά του έξοδα και αποτέλεσε την αρχή μιας διαδρομής που, αν και περιορισμένη σε όγκο (μόλις 88 ποιήματα), διαμόρφωσε ολόκληρη γενιά. Οι στίχοι του –λιτοί, κοφτοί, εμποτισμένοι με πολιτικό και υπαρξιακό στοχασμό– εξέφρασαν τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς χωρίς ποτέ να χάσουν την ηθική τους σταθερότητα.
«Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Σε εποχές σιωπής ή απογοήτευσης, η φωνή του Αναγνωστάκη λειτούργησε ως υπενθύμιση της ανάγκης για στάση, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα. Όχι τυχαία, αποκαλέστηκε «ποιητής της ήττας» – όχι της παραίτησης.
«Το θέμα είναι τώρα τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Στροφή στη σιωπή
Το 1971 σταμάτησε να γράφει. Το 1979, κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος με τα ποιήματά του. Από τότε επέλεξε συνειδητά τη σιωπή, την οποία είχε ήδη προαναγγείλει στους τελευταίους του στίχους. Όπως εξηγούσε ο ίδιος: «Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Εγώ τις έχασα».
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Μελοποιήσεις, τιμές και επιρροή
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002). Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θεοδωράκη, τον Μικρούτσικο, τον Μαρκόπουλο, τον Παπαδημητρίου. Όμως η μεγαλύτερη τιμή του ήταν ίσως ότι τα λόγια του έγιναν συνθήματα στους δρόμους, σιωπηλές συνομιλίες με γενιές που ήρθαν αργότερα.
Η Κρήτη: Τόπος καταγωγής και επιστροφής
Η καταγωγή του από το Αμάρι και τα Ρούστικα Ρεθύμνου σημάδεψε την προσωπική του ταυτότητα. Μετά την Κατοχή, επέστρεψε ξανά στα πάτρια το 1952, ενώ από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα επισκεπτόταν συχνά την Κρήτη για εκδηλώσεις, ομιλίες και αναψυχή. Το 1985 δώρισε το πατρικό του στα Ρούστικα για τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου που φέρει το όνομα της οικογένειας.
Ο τελευταίος του λόγος
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου 2005. Δεν πρόλαβε να δει τον 21ο αιώνα να γλιστρά προς νέες ματαιώσεις. Όμως τα λόγια του έμειναν:
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας
Δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποιητής της Σιωπής και του Χρόνου
Οι ημερομηνίες μιλούν από μόνες τους, προσφέροντας μια αίσθηση συνέχειας και πάθους. Η γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη στις 9 Μαρτίου 1925, ακριβώς έναν αιώνα πριν, είναι η αρχή μιας ποίησης που χτίστηκε από τις λεπτές διακυμάνσεις του φωτός, που ποτέ δεν επιτάχυναν τη φωνή του. Η ποίησή του αναδεικνύεται μέσα από το χαμηλόφωνο παιχνίδι με το φως, γεμάτη στιβαρούς και ήρεμους συλλαβισμούς, με ψιθύρους που σπάνια δυναμώνουν σε λυρικές εξάρσεις ή κραυγές. Η δύναμη της ποίησης του Αναγνωστάκη συνίσταται στην υποβλητική σιωπή της, την οποία κατανοούμε όταν διαβάσουμε ξανά και ξανά τα έργα του.
Ο Αναγνωστάκης, γιος ιατρού και ο ίδιος ιατρός, βυθίστηκε από την εφηβεία του στον κόσμο της λογοτεχνίας, της πολιτικής και του έρωτα. Η ποίησή του αντανακλά το διαρκές αίτημα για κάτι νέο και αναπάντεχο, κάτι που δεν θα είχε φανεί προηγουμένως. Η φράση του «Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες περιοχές» από τη συλλογή του «Τα ποιήματα – 1941-1971» (εκδ. Νεφέλη, σ. 89), αποτελεί την ουσία της ζωής του. Στην ποίησή του, οι κοινωνικές και αισθητικές αναζητήσεις συνυφαίνονται με την ερώτηση για το νόημα της ύπαρξης και την αναπόφευκτη πορεία του χρόνου.
Η αφοσίωση στην πολιτική διάσταση του Αναγνωστάκη, όμως, περιορίζει την πληρότητα του έργου του. Κλισέ στίχοι, όπως το «Το θέμα είναι τώρα τι λες» και «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», αν και εμβληματικοί, αποτυπώνουν μόνο ένα μέρος του πλούτου που αναδύεται από την υπόλοιπη ποίηση του. Ο Αναγνωστάκης, με έξοχο χιούμορ και καβαφική ειρωνεία, απέφευγε τη συνθηματολογία και την εκμετάλλευση της ποίησης ως εργαλείο για αποσπάσματα.
«Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν αν δε σπάσουν τώρα τα δεσμά σου
Δε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:
Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;
Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί
Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλεια
Και να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις».
Αν και πέρασαν 100 χρόνια από τη γέννησή του και 20 χρόνια από τον θάνατό του, η ποίησή του συνεχίζει να μας προκαλεί και να μας εμπνέει. Η ανάγνωση των ποιημάτων του, της πεζογραφίας του, των δοκιμίων του και άλλων κειμένων του, προσφέρει νέες διαστάσεις στην κατανόηση του έργου του. Η μουσική εκδοχή της ποίησής του από τον Μίκη Θεοδωράκη, με το έργο «Μπαλάντες», που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1975, αναδεικνύει την ερωτική, ειρωνική και υπαρξιακή διάσταση των στίχων του.
«Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους».
Ο Αναγνωστάκης προσφέρει επίσης μια κριτική ματιά στην καθημερινότητα. Οι στίχοι του, γεμάτοι με εικόνες καφενείων και παρατηρήσεις για τη ζωή, αναμειγνύονται με μελαγχολία και πείσμα. Αντιμετωπίζει το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο με ευαισθησία, συνδυάζοντας το προσωπικό με το συλλογικό.
Ο τρόπος που διαπραγματεύεται τις δύσκολες πολιτικές στιγμές και την τραγωδία της προσωπικής απώλειας τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας. Ο στίχος του «Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα» από το ποίημα του Αναγνωστάκη, που ενσωματώνεται στο «Αγγελος εξάγγελος» του Διονύση Σαββόπουλου, προσφέρει μια καταγραφή των συναισθημάτων που συνδέουν τη ζωή, την απώλεια και τη μνήμη.
Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν θα βρεις κραυγές, ούτε στεφάνια δόξας. Θα βρεις το σφίξιμο του χρόνου, τις εκδορές της ήττας, τη λεβεντιά της αμφιβολίας. Κι αν κάτι αξίζει σήμερα να κρατήσουμε —έναν αιώνα από τη γέννησή του— δεν είναι μόνο οι στίχοι του, αλλά το ήθος τους· όχι τα μεγάλα λόγια, μα η επίμονη εσωτερική φωνή, που μας κοιτά με βλέμμα ευθύ, δίχως αυταπάτες και δίχως οργή. Ο Αναγνωστάκης δεν ζητούσε να τον υμνήσουν. Ζητούσε μόνο να τον διαβάσουν ξανά. Όχι για να τον θυμούνται· για να συνεχίσουν να ρωτούν.
Και είναι σπουδαίο που φέτος, στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, η πόλη όπου γεννήθηκε, έζησε και έγραψε, τον τιμά όπως του αξίζει: όχι με πανηγυρισμούς, αλλά με ουσιαστικές αναγνώσεις, στοχασμό και μνήμη που δεν μουδιάζει.