«Έχουμε δώσει ισχυρά και ηχηρά δείγματα γραφής ότι μπορούμε να τα βάλουμε με το ‘‘βαθύ κράτος’’ και να πετύχουμε» απαντά στην εφημερίδα “tomanifesto” ο Μάκης Βορίδης και συνεχίζει με ευθύτητα: «Αλλά δεν μπορούμε να τα πετύχουμε όλα σε μια τετραετία».
Ο υπουργός Εσωτερικών χαρακτηρίζει «πολιτικά παράδοξο και αδιανόητο αυτό που προτείνει ο κ. Ανδρουλάκης» περί τρίτου προσώπου για τη θέση του πρωθυπουργού μετά τις εκλογές και σπεύδει να πει με σαφήνεια πως «η συγκεκριμένη συζήτηση διεξάγεται στο κενό, καθώς η Νέα Δημοκρατία, μετά τις δεύτερες εκλογές, θα έχει αυτοδυναμία».
Στην ΝΤΟΡΑ ΚΟΥΤΡΟΚΟΗ
Με την αναφορά του ότι «οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ποιον θα έχουν πρωθυπουργό» ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει και ξεκάθαρο μήνυμα στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος, ανεξαρτήτως προγραμματικής σύγκλισης, θέτει θέμα προσώπου. Εάν κερδίσετε στις εκλογές αλλά δεν εξασφαλίσετε την αυτοδυναμία, με ποιον θα συνεργαστείτε;
Πολιτικά παράδοξο και αδιανόητο αυτό που προτείνει ο κ. Ανδρουλάκης. Ποια είναι τα πολιτικά ζητούμενα στα οποία καλείται να απαντήσει ο λαός διά της ψήφου του, όπως άλλωστε τα έθεσε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Ποιος θα κυβερνήσει τον τόπο και πώς θα τον κυβερνήσει.
Είναι σαφές νομίζω, ίσως όχι στον κ. Ανδρουλάκη –αλλά σε κάθε περίπτωση αυτονόητο–, ότι η ανάδειξη του πρώτου κόμματος σημαίνει αυτομάτως και ανάδειξη του προσώπου που θέλουν οι Ελληνες να ηγηθεί της χώρας. Δηλαδή ο κ. Ανδρουλάκης ζητάει, προκειμένου να συναινέσει σε μία ενδεχόμενη συγκυβέρνηση, ο αρχηγός του πρώτου κόμματος και εν προκειμένω ο Κυριάκος Μητσοτάκης να απορρίψει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων προς το πρόσωπό του και να επιτρέψει στον αρχηγό του τρίτου κόμματος, όπου δημοσκοπικά βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, να επιλέξει εκείνος ένα τρίτο πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού, χωρίς μάλιστα να μας λέει ποιος είναι. Εξωφρενικό.
Να πάρουμε άλλωστε ως παράδειγμα και τις κυβερνήσεις συνεργασίας που έχουμε στην Ευρώπη, όπου δεν έχει τεθεί καν ζήτημα για το πρόσωπο που ηγείται του εκάστοτε κυβερνητικού συνασπισμού. Στην Ιταλία ηγείται η κ. Μελόνι, στη Γερμανία ο κ. Σολτς και περιπτώσεις όπου έχουμε ένα ουδέτερο πρόσωπο να αναλαμβάνει την ηγεσία μίας χώρας συναντάμε μόνο σε έκτακτες συνθήκες, όπως συνέβη άλλωστε και στη χώρα μας το 2011, με τη μεταβατική κυβέρνηση ειδικού σκοπού που σχηματίστηκε τότε με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής τον κ. Παπαδήμο.
Και να θυμίσω και την περίπτωση του 2012, όταν τα εκλογικά ποσοστά ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά στην τότε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ: η Νέα Δημοκρατία έλαβε 29%, το ΠΑΣΟΚ 12%. Δεν απεδέχθη το ΠΑΣΟΚ ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος;
Τον απεδέχθη και ορθώς. Εκτιμώ ότι όλο αυτό έχει τεθεί προσχηματικά από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος πιθανώς δεν θέλει να συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση συνεργασίας, για αυτό και θέτει όρους που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να γίνουν δεκτοί. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη συζήτηση διεξάγεται στο κενό, καθώς η Νέα Δημοκρατία, μετά τις δεύτερες εκλογές, θα έχει αυτοδυναμία.
Αυτό σημαίνει ότι εάν την 21η Μαΐου αναδειχθείτε πρώτο κόμμα θα δώσετε αμέσως τη διερευνητική εντολή στο δεύτερο κόμμα για το σχηματισμό κυβέρνησης;
Έχουμε πει ότι στρατηγική μας επιλογή είναι η αυτοδυναμία και έχουμε εξηγήσει και μία σειρά από λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι αυτή είναι η βέλτιστη λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι πιο αποτελεσματικές, πιο ικανές, πιο επαρκείς για τη διακυβέρνηση, αντέχουν και απορροφούν το πολιτικό κόστος καλύτερα, μπορούν να λάβουν δύσκολες αποφάσεις όταν αυτό απαιτηθεί και επομένως να είναι επαρκέστερες σε κυβερνητικό επίπεδο.
Με δεδομένο το γεγονός ότι από την απλή αναλογική είναι σχεδόν απίθανο να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, εκτιμώ ότι θα πρέπει να αναμένουμε ένα καθαρό αποτέλεσμα από την εκλογική διαδικασία που θα πραγματοποιηθεί με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Αλλωστε, αυτό το έχει ξεκαθαρίσει και ο πρωθυπουργός: Ζητάμε ισχυρή λαϊκή εντολή, εντολή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε το επιτυχημένο κυβερνητικό έργο μας.
Πάντως, οι πολίτες αντιμετωπίζουν πλέον αρκετά θετικά τις συνεργασίες και ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί μία προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη για σχηματισμό κυβέρνησης-«κουρελού» με βουλευτές άλλων κομμάτων.
Δεν λαμβάνουμε τα ίδια μηνύματα. Εμείς εκτιμούμε, και αυτό προκύπτει και από το σύνολο σχεδόν όλων των δημοσκοπικών μετρήσεων, ότι ο κόσμος θα ανανεώσει την εμπιστοσύνη του στη Νέα Δημοκρατία για να συνεχίσει το επιτυχημένο κυβερνητικό έργο της, με την ίδια συνταγή: της αυτοδυναμίας.
Tο να μιλάει βέβαια ο κ. Τσίπρας για «κυβέρνηση-κουρελού» είναι η επιτομή του θράσους, όταν μάλιστα στον ανασχηματισμό στον οποίο είχε προχωρήσει το 2018 είχε πάρει τέσσερις βουλευτές από τους Ανεξάρτητους Ελληνες, έναν βουλευτή από το Ποτάμι και ακόμη μία από το κόμμα του κ. Λεβέντη, προκειμένου να μην καταρρεύσει.
Μάλιστα, χρησιμοποιεί σήμερα τον χαρακτηρισμό που εμείς είχαμε τότε αποδώσει σε εκείνη την κυβέρνηση. Μηδέν και στην πρωτοτυπία. Από εκεί και πέρα, η Νέα Δημοκρατία είναι ένα ανοιχτό κόμμα το οποίο έχει προσελκύσει τα τελευταία χρόνια στελέχη από άλλους ιδεολογικούς χώρους, τα οποία προσχώρησαν στην ιδεολογικοπολιτική μας προσέγγιση, ασπάστηκαν τις αξίες της παράταξής μας και δέχτηκαν να τις υπηρετήσουν.
Υπολογίζοντας τις έδρες, βάσει των δημοσκοπήσεων, είστε σε θέση να αποκλείσετε το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η χώρα σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση;
Η Νέα Δημοκρατία, όπως έχει άλλωστε επανειλημμένα τονίσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει στρατηγικό στόχο την αυτοδυναμία και κατ’ επέκτασιν προσβλέπει σε αυτοδύναμη κυβέρνηση της παράταξής μας στις δεύτερες εκλογές.
Η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά μια ισχυρή κυβέρνηση, μια συμπαγή κυβέρνηση και άρα μια αυτοδύναμη κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις του μέλλοντος. Η απλή αναλογική με την οποία διεξάγονται οι πρώτες εκλογές δεν μπορεί να δώσει δυστυχώς μια τέτοια κυβέρνηση. Η ενισχυμένη όμως αναλογική στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση μπορεί να το κάνει και υπό το πρίσμα αυτό είμαι πεπεισμένος ότι οι Ελληνες πολίτες θα εμπιστευτούν και πάλι την παράταξή μας για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Αρα, για να απαντήσω ευθέως στην ερώτησή σας, εκτιμώ ότι δεν θα χρειαστεί τρίτη εκλογική αναμέτρηση.
Αναρωτιούνται οι πολίτες γιατί δεν τα βάλατε με το «βαθύ κράτος» τα τέσσερα χρόνια που κυβερνάτε; Έπρεπε να ζήσουμε το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών για να αποφασίσετε να αντιμετωπίσετε γνωστές χρόνιες παθογένειες;
Θα διαφωνήσω σε αυτό. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τη θητεία της μέχρι και σήμερα επιχείρησε και κατάφερε μια σειρά από μεγάλες αλλαγές που στόχο είχαν τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα σε όλα τα επίπεδα και τη θεραπεία παθογενειών που ταλανίζουν χρόνια τώρα τη Δημόσια Διοίκηση.
Ενδεικτικά σας αναφέρω την ψηφιοποίηση του κράτους μέσα από το gov.gr που απλοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη σχέση του πολίτη και του επιχειρηματία με το κράτος, τη ριζική αναμόρφωση του ΕΦΚΑ που από φορέας-«παρίας» της χώρας μπορεί πλέον να χορηγεί συντάξεις μέσα σε δύο μήνες, την αναγέννηση της ΔΕΗ που από μια χρεοκοπημένη επιχείρηση μεταμορφώθηκε σε ανταγωνιστική και μπορεί επιπλέον να στηρίζει τους Έλληνες καταναλωτές κατά την ενεργειακή κρίση που βιώνει όλος ο πλανήτης.
Και για να μιλήσω και για το υπουργείο Εσωτερικών, καταφέραμε μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια να εισαγάγουμε καινοτομίες όπως το νέο σύστημα προσλήψεων και αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, το σύστημα ακεραιότητας και εσωτερικού ελέγχου, το θεσμικό πλαίσιο για το lobbying και την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και πολλές ακόμη νομοθετικές παρεμβάσεις με στόχο την καταπολέμηση του εξισωτισμού, της αναξιοκρατίας και της έλλειψης λογοδοσίας που κατέπνιγε τις όποιες υγιείς δυνάμεις του δημοσίου τομέα.
Εχουμε δώσει ισχυρά και ηχηρά δείγματα γραφής ότι μπορούμε να τα βάλουμε με το «βαθύ κράτος» και να πετύχουμε. Αλλά δεν μπορούμε να τα πετύχουμε όλα σε μια τετραετία. Για αυτό και η δεύτερη κυβερνητική θητεία μας θα έχει κεντρική αποστολή της την ολοκλήρωση αυτού του δύσκολου μεν, αλλά εφικτού έργου.
Στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κατά την άποψή σας, τι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της προκλητικής τουρκικής ρητορικής στην «επίθεση» φιλίας των τελευταίων ημερών;
Τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία η Τουρκία ετοιμάζεται για εκλογές, ενώ προσπαθεί παράλληλα να συνέλθει από τον καταστροφικότερο σεισμό στην ιστορία της. Εναν σεισμό κατά τον οποίο η χώρα μας επέδειξε τον ύψιστο βαθμό συμπαράστασης και αλληλεγγύης και που φυσικά δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Είναι λοιπόν λογικό το διάστημα αυτό η γείτονα χώρα να μην επιθυμεί να οξύνει τις σχέσεις της με την Ελλάδα, αλλά, αντίθετα, να επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα κλίμα φιλίας και συνεννόησης, όπως αποτυπώθηκε μάλιστα με συγκεκριμένες κινήσεις υψηλού συμβολισμού.
Αν τώρα αυτή η «επίθεση φιλίας», όπως την αποκαλείτε, είναι πράγματι ειλικρινής και θα έχει διάρκεια, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε και μόνον ο χρόνος θα το δείξει. Η Τουρκία έχει επιδείξει αντίστοιχες διαθέσεις και κατά το παρελθόν, που όμως στην πορεία διέψευσε η ίδια με τη στάση της.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η χώρα μας δεν μπορεί να παραβλέψει ούτε φυσικά να αρνηθεί τη χείρα φιλίας που τείνει η Τουρκία γιατί αυτό θα σήμαινε υπονόμευση της δικής μας πάγιας στάσης που εδράζεται στις σχέσεις καλής γειτονίας με επίκεντρο την επίλυση των περιοριστικά καθορισμένων διαφορών μας στη βάση της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου.