Στις 8 Μαΐου του 1945, ο κόσμος πανηγύριζε. Οι εχθροπραξίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφταναν στο τέλος τους: η ναζιστική Γερμανία υπέγραφε την άνευ όρων συνθηκολόγηση, οι λαοί της Ευρώπης ανέπνεαν μετά από έξι χρόνια φρίκης και καταστροφής. Όλος ο πλανήτης έστρεφε πλέον το βλέμμα του στην ανοικοδόμηση και την ειρήνη.

Όλος, εκτός από την Ελλάδα.

Εδώ, ενώ η χώρα είχε βγει τυπικά νικήτρια στον πόλεμο, βρέθηκε σε έναν νέο, πιο ύπουλο και φονικό εχθρό: τον εσωτερικό διχασμό που υποκίνησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Με την αιχμή του δόρατος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αργότερα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι εγχώριοι επίδοξοι επαναστάτες αποφάσισαν πως δεν τους αρκούσε η απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο κατακτητή• ήθελαν να την «απελευθερώσουν» και από τη δημοκρατία.

Ενώ οι υπόλοιποι λαοί χτίζανε σχολεία, εργοστάσια και γέφυρες, οι Έλληνες αλληλοσκοτώνονταν στα βουνά και τα χωριά, επειδή μια μειοψηφία ονειρευόταν να μετατρέψει τη χώρα σε «λαϊκή δημοκρατία» κατά τα πρότυπα του Στάλιν. Με σφαγές αμάχων, εκτελέσεις, απαγωγές παιδιών, και μια στρατηγική βίας και τρομοκρατίας, το ΚΚΕ επιχείρησε να επιβάλει την περίφημη «δικτατορία του προλεταριάτου».

Και όμως, παρά την ήττα του κομμουνιστικού στρατού το 1949 στον Γράμμο και το Βίτσι – χάρη στις θυσίες του Εθνικού Στρατού και τη στήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων της Δύσης – ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά παράδοξα του ελληνικού 20ού αιώνα γεννήθηκε από τις στάχτες του Εμφυλίου: το αποκαλούμενο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς».

Το πώς κατάφερε ο ηττημένος να εμφανιστεί ως ηθικά ανώτερος, αποτελεί ζήτημα για μελέτη, αλλά και τραγική ειρωνεία της ελληνικής Ιστορίας. Μια παράταξη που επιχείρησε πραξικόπημα με στρατιωτικά μέσα, που επιδόθηκε σε εγκλήματα πολέμου και επιδίωξε να υποδουλώσει τη χώρα σε ολοκληρωτικό καθεστώς, κατόρθωσε να φιλοτεχνήσει το προφίλ του «ιδεολόγου που αγωνίστηκε για ένα καλύτερο αύριο».

Εν τέλει, ο Μάιος του 1945 ήταν η αρχή της ειρήνης για όλο τον κόσμο – αλλά για την Ελλάδα, ήταν απλώς μια παύση πριν από την πιο αιματηρή και διχαστική σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της. Και αυτό, χάρη σε όσους δεν αποδέχθηκαν ποτέ την αστική δημοκρατία ως πεδίο πολιτικής έκφρασης, παρά μόνο ως εχθρό προς ανατροπή.