Δυο λέξεις που έχουν φορεθεί πολύ σε όλο το πολιτικό φάσμα από τη μεταπολίτευση και στο εξής. Ιστορικά σε κάθε χρονική περίοδο γεμίζουν με διαφορετικό περιεχόμενο. Το ιδεολογικο-πολιτικό φορτίο, που κουβαλάνε οι λέξεις, εκφράζεται κάθε φορά μέσα από διαφορετικές αντιλήψεις για τον τρόπο και το περιεχόμενο διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων.
Η λέξη «Αλλαγή» σημάδεψε την ιστορία του ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής ζωής τα τελευταία σαράντα χρόνια. Σήμερα στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ φέρεται αδύναμο στη μεταρρυθμιστική του δυναμική για να σηματοδοτήσει προοπτική και εξελίξεις. Η πολιτική του δεν είναι θελκτική και «ερωτεύσιμη» από τους πολίτες. Παραμένει όμως ως ανάμνηση ισχυρή για τους θεσμούς και τις μεταρρυθμίσεις που άντεξαν στον χρόνο.
Η λέξη «Αλλαγή» σημάδεψε την ιστορική διαδρομή της μεταπολίτευσης με μεγάλες «Μεταρρυθμίσεις» στο πεδίο διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, στις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, των θεσμών αποκέντρωσης, καθώς και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Οι «Μεταρρυθμίσεις» αυτές άντεξαν στον χρόνο όπως:
- Η αποκέντρωση εξουσιών και αρμοδιοτήτων στις τοπικές και περιφερειακές κοινωνίες (Τ.Α. – Περιφέρεια) με τη θεσμοθέτηση ενός δημοκρατικού αναπτυξιακού σχεδιασμού στην Περιφέρεια.
- Οι Ελευθερίες και τα Δικαιώματα στους εργαζομένους, με τη θεσμική κατοχύρωση και δράση των συλλογικών υποκειμένων στα συνδικάτα, τους συνεταιρισμούς και τις κοινωνικές συλλογικότητες.
- Η θεσμική οικοδόμηση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, για την υγεία των πολιτών (ΕΣΥ), την προστασία και την ασφάλιση των εργαζομένων (καθολική ασφάλιση), το πλαίσιο για την Παιδεία, για την Εργατική Κατοικία και άλλες παροχές.
- Η «κοινωνικοποίηση» στρατηγικών τομέων της οικονομίας κοινωφελών επιχειρήσεων για να διασφαλίζει η Πολιτεία τα δημόσια Κοινωνικά αγαθά. Ο δημόσιος τομέας να συμβάλει στρατηγικά στην πολύπλευρη αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Οι λέξεις «Αλλαγή» και «Μεταρρυθμίσεις» εξέφρασαν με αδυναμίες και επιτυχίες το κοινωνικό – πολιτικό και οικονομικό πρότυπο που επαγγέλλονταν το ΠΑΣΟΚ, στα πλαίσια σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών.
Οι «Μεταρρυθμίσεις» αυτές άντεξαν στον χρόνο και παραμένουν επίκαιρες. Η προσαρμογή όμως στα νέα δεδομένα, αποτελεί μια διαρκή διαδικασία βελτίωσης της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας αυτών των θεσμών.
Η κρίση και η περίοδος των μνημονίων έβαλαν φρένο στις αλλαγές του χθες και έθεσαν νέες προτεραιότητες και περιεχόμενο στις «Μεταρρυθμίσεις». Οι «Αλλαγές» ταυτίστηκαν με τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, με περιορισμούς σε δικαιώματα, καθώς και την ακύρωση ουσιαστικά κάθε αναπτυξιακού και κοινωνικού διαλόγου, ανάμεσα σεις επαγγελματικές και κοινωνικές συλλογικότητες.
Με την εναλλαγή στην εξουσία (ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ) οι μνημονιακές αλλαγές και οι «Μεταρρυθμίσεις» συνεχίζουν να ταυτίζονται με την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Θιασώτης της αγοράς, η ΝΔ, και του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, προσπαθεί να προσαρμόζεται πάντα με τις τρέχουσες εξελίξεις του συστήματος, όπου «κερδοφορούν» οι λίγοι και αγωνίζονται για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση οι πολλοί.
Μάλιστα και στα πλαίσια των περιοριστικών μέτρων, η ΝΔ προσπαθεί να καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών, ως μεταρρυθμιστική δύναμη. Οι «Αλλαγές» στα εργασιακά, στα ασφαλιστικά, στο πεδίο δράσης των συνδικάτων, στις νέες μορφές απασχόλησης στον ψηφιακό παραγωγικό κόσμο, στον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών, στην αστυνόμευση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τρέχουν με γρήγορους και αποφασιστικούς ρυθμούς.
Η κατακερματισμένη κοινωνία, που πολλά υπέφερε στην κρίση και υποφέρει και στην πανδημία, δεν αντιδρά ουσιαστικά και αποτελεσματικά σε αυτές τις αλλαγές. Αντίθετα, ένας μεγάλος αριθμός έστω και παθητικά τις αποδέχεται.
Στη γλώσσα των αριθμών, η ανεργία, ο χαμηλός μισθός (βαλκανικού ύψους) ο περιορισμός της πλήρους απασχόλησης και η «ανθοφορία» των ευέλικτων μορφών εργασίας, δημιουργούν ένα εκρηκτικό «κοινωνικό μίγμα» προς το παρόν, εν υπνώσει.
Ανθρωπιστική κρίση και οικονομική ανάπτυξη είναι τα πεδία, όπου θα αξιολογηθούν και θα κριθούν οι «αλλαγές» και «μεταρρυθμίσεις» που προωθεί η κυβερνώσα παράταξη. Δυστυχώς, στον χώρο της οικονομίας και της κοινωνίας, ο αναπτυξιακός και κοινωνικός διάλογος, θεσμών και πολιτών έχει στερεύσει. Αντίθετα, τα πρόσκαιρα προβλήματα της συγκυρίας απασχολούν σε μέγιστο βαθμό τον δημόσιο διάλογο.
Το ζήτημα της πανδημίας και η διαχείριση μεταξύ των αγαθών της υγείας και της οικονομίας αποτελεί πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά το καθολικό σχεδόν σεβασμό στην επιστημονική κοινότητα.
Σε μια περίοδο που ο αναπτυξιακός και κοινωνικός διάλογος δεν έχει συνομιλητές (συλλογικά υποκείμενα) που να μπορούν να παράξουν γεγονότα και εξελίξεις η «μπάλα» έρχεται στο πεδίο αντιπαράθεσης των πολιτικών κομμάτων.
Στο πεδίο αυτό αναζητείται ο δημόσιος λόγος, μεταρρυθμιστικός και όχι εξόχως καταγγελτικός. Τα πεδία των μεγάλων «Αλλαγών» και «Μεταρρυθμίσεων» του ΠΑΣΟΚ είναι εξόχως επίκαιρα για νέες προσαρμογές και εναλλακτικές προτάσεις διαχείρισης της εξουσίας και των κοινών μας υποθέσεων.
Η αποκέντρωση της εξουσίας και ένας σοβαρός αναπτυξιακός διάλογος (για τις δημόσιες επενδύσεις και το Ταμείο Ανάκαμψης) στις Περιφέρειες και τις τοπικές κοινωνίες μπορεί να διαμορφώσει νέες δυναμικές της Τ.Α. και της Περιφέρειας. Οι παραγωγικές δυνάμεις στο πεδίο των ΜΜΕ, που κράτησαν ζωντανή την οικονομία μας, πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες στήριξης και ανάπτυξης των επιχειρήσεών τους. Για να στηριχθούν οι πρωτοβουλίες αυτές, χρειάζεται το τραπεζικό σύστημα να αλλάξει πολιτικές. Με δάνεια και επιτόκια 5 και 6%, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη.
Στο πεδίο των ΜΜΕ οι προσωπικές, ανθρώπινες σχέσεις, παραμένουν ζωντανές και σε ένα μεγάλο βαθμό συμβάλουν στη διατήρηση κλίματος κοινωνικής συνοχής.
Στο πεδίο των εισοδημάτων, οι αλλαγές στα εργασιακά και τα ασφαλιστικά διατηρούν τη στασιμότητα (χαμηλά εισοδήματα) και σε συνδυασμό με την ανεργία, δημιουργούν κοινωνικές καταστάσεις φτώχειας, φόβου και ανασφάλειας.
Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας, η ένταση της αστυνόμευσης, η παρουσία της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια, ο περιορισμός σε ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών, αποτελούν πρόσφορα πεδία για εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις.
Ως έθνος, αναγνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε στην περίοδο όπου η διπλωματία της ισχύος και των όπλων κυριαρχεί, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε πιο δραστικά τον τουρκικό πονοκέφαλο. Δεν είναι δυνατόν σε λίγες μέρες να γιορτάζουμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και στα Βαρώσια στις 20 Ιουλίου ο Ερντογάν και ο κατοχικός στρατός, να μιλάνε για επιχείρηση «σωτηρίας και ελευθερίας» στη διχασμένη Κύπρο.
Να κλείσω με τα μεγάλα θεριά που αν δεν τα φάμε, θα μας φάνε, ως έθνος και κοινωνία. Το δημογραφικό και η ανεργία. Ιδού πεδίο λαμπρό για «Αλλαγές» και «Μεταρρυθμίσεις».
Δικηγόρος, πρ. αντιπρόεδρος της Βουλής