Η λίμνη του Μόρνου εκπέμπει SOS, εξαιτίας της λειψυδρίας, καθώς εμφανίστηκαν τα σπίτια του χωριού Κάλλιο μετά την πτώση της στάθμης του νερού για περισσότερα από 35 μέτρα και άλλα 18 περίπου μόλις τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής.
Ειδικότερα, η στάθμη στη λίμνη του Μόρνου έχει υποχωρήσει αισθητά, με τους ειδικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου της λειψυδρίας. Τα βυθισμένα σπίτια του χωριού Κάλλιο βγήκαν στην επιφάνεια μετά την αισθητή πτώση της στάθμης του νερού.
Το πετρόχτιστο χωριό Κάλλιο βρίσκεται στον βυθό της λίμνης Μόρνου στη Φωκίδα, το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του για να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη ώστε να υδροδοτηθεί η Αθήνα.
Έχει υποχωρήσει πάνω από 35 μέτρα
Τα τελευταία δύο χρόνια η στάθμη του Μόρνου, έχει υποχωρήσει πάνω από 35 μέτρα και άλλα 18 περίπου μόλις τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής. Στο χωριό Κάλλιο, οι κάτοικοι κάθε μέρα παρατηρούν τη λίμνη να μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς, την ώρα που τα θαμμένα μέσα στο νερό κτίσματα του χωριού που εγκατέλειψαν, εμφανίζονται και πάλι στην επιφάνεια.
Αρκετοί κάτοικοι μετακινήθηκαν κυρίως στην Αθήνα και στο Λιδωρίκι μετά την δημιουργία της τεχνητής λίμνης. Οι κάτοικοι αποζημιώθηκαν από το κράτος και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους χτίζοντας το καινούργιο Κάλλιο σε υψηλότερο σημείο, πάνω από τις όχθες της λίμνης ενώ ο παλιός οικισμός καλύφθηκε από τα νερά της λίμνης, τα οποία κάλυψαν και τον ναό της Ευαγγελίστριας.
Στα βορειοδυτικά του σημερινού χωριού βρίσκεται η «πηγή Καλλίου» από την οποία υδρευόταν το αρχαίο Κάστρο, οπού σώζονται ερείπια του ναού του Αγίου Νικολάου. Άλλο ένα ιστορικό κτίσμα που βυθίστηκε στα νερά είναι η πέτρινη (πιθανότατα βενετσιάνικη) θολωτή γέφυρα στη θέση «Χάνια του Βελούχοβου» που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη καθώς και ο οικισμός Χάνια Στενού.
Εμφανίστηκε το αρχαίο «Κάλλιον»
Στην αρχαιότητα το Κάλλιον ή αρχαία Καλλίπολις βρισκόταν βορειοδυτικά του Λιδωρικίου, στη θέση «Στενό», όπου μεταγενέστερα κτίστηκε το κάστρο του Βελούχοβου. Ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Καλλιείς και την πόλη τους ως το ανατολικότερο μέρος της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων. Δεν αποκλείεται το Κάλλιον να αποτέλεσε διοικητικό κέντρο όλων των Οφιονέων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία και του Στέφανου Βυζάντιου (που ονομάζει την πόλη Σόλλιον και Φάκιον).
Στην ελληνιστική περίοδο, σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η πόλη ονομαζόταν Καλλίπολις. Παρότι σώζονται ίχνη κατοίκησης από τα Γεωμετρικά χρόνια, η Καλλίπολις κατοικήθηκε οργανωμένα από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Η άνθησή της συνδέεται ενδεχομένως με την ανάπτυξη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Βρισκόταν σε ιδιαίτερα στρατηγική θέση και ίσως για αυτό υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή του κατά την επέλαση των Γαλατών το 279 π.Χ. Κατόπιν της εκστρατείας των Γαλατών, η πόλη ανοικοδομήθηκε εκ νέου. Αρκετοί Καλλιπολίτες, όπως προκύπτει από τα επιγραφικά δεδομένα, αναρριχήθηκαν σε αξιώματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Επίσης, οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια πόλη ακμάζουσα, με πολιτειακή οργάνωση, ιερά και οικονομική άνθιση. Οι κάτοικοι όμως φαίνεται ότι ενεπλάκησαν ενεργά στις πολιτικές διαμάχες του 2ου αι. π.Χ. σχετικά με τη θέση που έπρεπε να πάρουν ως προς τους Ρωμαίους.
Μετά τη μάχη της Πύδνας (167 π.Χ.) φαίνεται πως το Κάλλιον καταστρέφεται από πυρκαγιά, που οφειλόταν ενδεχομένως σε εμπρησμό. Τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως έδρα του επισκόπου το Λιδωρίκι, που διαδέχθηκε το Κάλλιο ως διοικητικό κέντρο της ορεινής Δωρίδας.
Τον 14ο και 15ο αιώνα αναφέρεται μόνο το κάστρο του Λιδωρικίου, που μάλλον ταυτίζεται με τα μεσαιωνικά ερείπια των κτηρίων και της οχύρωσης, που σώζονται στη θέση της αρχαίας ακρόπολης.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Αφού ανασκάφτηκαν συστηματικά στο διάστημα 1977 – 1979 από τον καθηγητή αρχαιολογίας Πέτρο Θέμελη, τα δημόσια κτίσματα της πόλης και τα νεκροταφεία έχουν κατακλυσθεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου.
Αποκαλύφθηκαν ωστόσο ο οχυρωματικός περίβολος, τα ιερά της Δήμητρας και της Κόρης και πιθανόν της Ειλειθυίας ή της Αρτέμιδας Ειλειθυίας, το βουλευτήριο, η αγορά, το θέατρο και οι νεκροπόλεις.
Στην περίφημη «Οικία του αρχείου» ανακαλύφθηκαν περί τα 600 πήλινα σφραγίσματα. Αρκετά από τα κινητά ευρήματα εκτίθενται στην Αρχαιολογική Συλλογή Λιδωρικίου, ενώ κάποια έχουν μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας.