Έντονο εκνευρισμό και αμηχανία δημιουργεί στην Τουρκία η απώλεια των ερεισμάτων που –θεωρεί ότι– είχε στο Κυπριακό, καθώς διαπιστώνει ότι απομακρύνονται περαιτέρω οι βασικές επιδιώξεις της: η διεθνής αναγνώριση του ψευδοκράτους και η διχοτομική λύση των δύο κρατών.

Η άμεση ή έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από χώρες του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών (ΟΤΚ) και της ευρύτερης περιοχής της Κεντρικής Ασίας αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα στην «αδελφή» Άγκυρα, η οποία υπολόγιζε ότι από τη συγκεκριμένη δεξαμενή χωρών μπορεί να προερχόταν κάποια αναγνώριση των Κατεχομένων.

Προ ημερών, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ, πρέσβης Αχμέτ Γιλντίζ, διαβίβασε στον Γάλλο πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας επιστολή του «εκπροσώπου» του ψευδοκράτους, Μεχμέτ Ντάνα.

Στην επιστολή –η οποία ήταν απάντηση σε τοποθέτηση της μόνιμης αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας για την προσαρμοστικότητα των ειρηνευτικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ– αναφερόταν ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά «οφείλει να επιδείξει ειλικρίνεια στην αναζήτηση λύσης του κυπριακού προβλήματος με βάση τη σημερινή πραγματικότητα του νησιού». Ακόμα, υπογραμμιζόταν ότι «η τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο “δεν συνιστά κατοχή"» και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία «δεν εκπροσωπεί το σύνολο της Κύπρου».

Το σύστημα με τις τουρκοκυπριακές επιστολές δεν είναι καινούργιο. Οπως εξηγούσαν στο «Μανιφέστο» διπλωματικοί αξιωματούχοι, όταν η Τουρκία θέλει να απαντήσει σε οποιοδήποτε θέμα αφορά την Κύπρο επισυνάπτει στις επιστολές της και αυτές του ψευδοκράτους.

Κατά τα ειωθότα, Ελλάδα και Κύπρος δεν απαντούν στις επιστολές προκειμένου να μη δώσουν υπόσταση ή οποιουδήποτε τύπου νομιμοποίηση στα Κατεχόμενα. Εντούτοις, αυτό ενέχει και κινδύνους. Διότι οι τουρκοκυπριακές επιστολές που κυκλοφορούν στον ΟΗΕ έχουν ως αφετηρία ότι το Κυπριακό δεν είναι ζήτημα εισβολής και κατοχής αλλά θέμα καταπίεσης και αποκλεισμού μιας πληθυσμιακής ομάδας.

Σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές των διεργασιών εντός ΟΗΕ, εάν η Κύπρος ή η Ελλάδα (ως εγγυήτρια δύναμη) απαντούσαν –όχι άμεσα– θα έθεταν το ζήτημα στην πραγματική του βάση: δηλαδή την παράνομη εισβολή και κατοχή εκ μέρους της Τουρκίας. Τις επόμενες ημέρες αρχίζει η ελληνική προεδρία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και υπ’ αυτό το πρίσμα έχει ενδιαφέρον το πώς θα αντιδράσει η χώρα μας εάν υποβληθεί ανάλογη επιστολή.

Συνεχή «χαστούκια»

Όσον αφορά το αμιγώς διπλωματικό σκέλος του ζητήματος, η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν (στο οποίο τις επόμενες ημέρες ανοίγει η ελληνική πρεσβεία υπό την έμπειρη πρέσβη Παρασκευή Τζεβελέκη) με τον διορισμό πρέσβεών τους στη Λευκωσία αποτέλεσε σφοδρό πλήγμα εναντίον της Τουρκίας, κάτι που αποτυπώθηκε και στις σχετικές αναλύσεις στον Τύπο της χώρας.

Παράλληλα, στην κοινή δήλωση μετά την πρώτη Σύνοδο Κορυφής Ευρωπαϊκής Ενωσης-Κεντρικής Ασίας στη Σαμαρκάνδη, το Καζακστάν, η Κιργιζία, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν συμμορφώθηκαν με τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του ΟΗΕ στα οποία επιβεβαίωσαν την «ισχυρή τους δέσμευση».

Τα εν λόγω ψηφίσματα, τα οποία αφορούν το Κυπριακό, αναγνωρίζουν το παράνομο της τουρκικής εισβολής και κατοχής, καταδικάζουν την ίδρυση του ψευδοκράτους και καλούν όλες τις χώρες να αναγνωρίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Η κοινή δήλωση ξεκλείδωσε την υπογραφή μιας επενδυτικής συμφωνίας ύψους 12 δισ. ευρώ μεταξύ ΕΕ και των τεσσάρων τουρκογενών χωρών.

Ως «τεράστια επιτυχία» περιέγραφαν στο «Μανιφέστο» κυπριακές διπλωματικές πηγές την άμεση ή έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις τουρκογενείς χώρες. «Ο αγώνας αποτροπής της αναγνώρισης του ψευδοκράτους είναι διαρκής. Η όποια αναγνώριση θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα στο Κυπριακό», εξηγούσαν οι ίδιες πηγές.

Προκειμένου να περιληφθούν στην κοινή δήλωση τα ψηφίσματα για το Κυπριακό υπήρξε μεγάλη προεργασία και ζυμώσεις σε ευρωπαϊκό πεδίο από πλευράς Λευκωσίας σε συντονισμό με την Αθήνα. «Δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε “λευκή επιταγή” στην επενδυτική συμφωνία», υπογράμμιζαν κυπριακές διπλωματικές πηγές, αποδεικνύοντας ότι η Λευκωσία χρησιμοποιεί εντέχνως τη δυνατότητα μόχλευσης (leverage) που απορρέει από τη συμμετοχή της στην ΕΕ.

Πικρία και οργή

Τα παραπάνω προκάλεσαν σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν. Για αυτό, χθες, ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Χακάν Φιντάν, υποστήριξε ότι «ο τουρκικός κόσμος στο σύνολό του θα συνεχίσει να στέκεται στο πλευρό του τουρκοκυπριακού λαού» και ότι το θέμα των αναγνωρίσεων θα συζητηθεί στο «οικογενειακό μας συμβούλιο».

«Η Ελλάδα, με μια γεωστρατηγική ανταλλαγή, κατάφερε να φέρει τα τουρκογενή κράτη στην ευρωπαϊκή γραμμή για το Κυπριακό» σημείωσε ο πρώην πρέσβης Ουνάλ Τσεβικόζ. «Από τη μια ρητορική περί ‘‘παγκόσμιας Τουρκίας’’ και οθωμανικής κληρονομιάς, κι από την άλλη σιωπή και σύγχυση για τις καταγγελίες» πρόσθεσε.

Ο Αμπντουλμελίκ Αλκάν (politurco) υποστήριξε ότι η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις τουρκογενείς χώρες δεν είναι απλώς μια «διπλωματική πράξη», αλλά ένα γεγονός που αντανακλά «τη μετεξέλιξη της Κεντρικής Ασίας σε μια δυναμική αυτόνομη περιφερειακή δύναμη» και ταυτόχρονα αναδεικνύει «τα όρια της παρούσας τουρκικής προσέγγισης εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε ιδεολογικά πλαίσια ταυτότητας σε έναν όλο και πιο συναλλακτικό κόσμο».