Η πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό δεν πρέπει να θεωρηθεί «παραχώρηση» από την πλευρά της προκειμένου να αποσπάσει μεγάλα ανταλλάγματα από την «αμήχανη» Ευρώπη, τονίζει ο Χάρης Γεωργιάδης στο «Μανιφέστο».
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της κυπριακής Βουλής και πρώην υπουργός Οικονομικών, ο οποίος θα είναι ένας εκ των ομιλητών στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που θα πραγματοποιηθεί στις 9-12 Απριλίου, υπογραμμίζει ότι στόχος της ολοένα και πιο επιθετικής Άγκυρας είναι η εδραίωση της «σκληρής διχοτόμησης». Για αυτό προτείνει «πολιτική, διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση» του ελληνισμού, ούτως ώστε, παράλληλα με τον διάλογο, Αθήνα και Λευκωσία να είναι «πανέτοιμες να εφαρμόσουν στρατηγική ανάσχεση» της Τουρκίας. «Ετσι, θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ουσιαστικά μαζί της», προσθέτει.
Ο κ. Γεωργιάδης υπογραμμίζει ότι μια λύση στο Κυπριακό «πρέπει να βελτιώνει τη σημερινή κατάσταση και όχι να την επιδεινώνει», σημειώνοντας ότι ο συμβιβασμός «πρέπει να έχει όρια». Παράλληλα, αναφέρεται στο 2015, όταν επί κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα και υπό τους χειρισμούς του Γιάννη Βαρουφάκη η Ελλάδα «οδηγούνταν στα βράχια». Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζει ότι σκόπιμα παρερμηνεύτηκαν ορισμένες δηλώσεις του εκείνης της περιόδου από την Αριστερά σε Ελλάδα και Κύπρο. Τέλος, περιγράφει το καταστάλαγμα της επιτυχημένης διαχείρισης της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο, ενώ μιλά και για το μέλλον του στην πολιτική.
Μετά την άτυπη συνάντηση της Γενεύης, το Κυπριακό εισέρχεται σε τροχιά κινητικότητας. Αισιοδοξείτε ότι μετά και τη συνάντηση του προσεχούς Ιουλίου δύνανται να επανεκκινήσουν οι συνομιλίες επίλυσης από εκεί που σταμάτησαν το 2017;
Το ερώτημα δεν είναι εάν θα επανεκκινήσουν οι συνομιλίες, αλλά εάν υπάρχει προοπτική θετικής κατάληξης. Επειδή στον μισό και πλέον αιώνα από την τουρκική εισβολή υπήρξαν αλλεπάλληλοι γύροι διαπραγματεύσεων, χωρίς ποτέ να υπάρξει συμφωνία. Η Τουρκία εμπλέκεται κατά καιρούς σε διαπραγματεύσεις για να αποσυμφορεί τις πιέσεις και να ροκανίζει τον χρόνο, αλλά στην πράξη παραμένει προσηλωμένη στον στόχο της εδραίωσης της σκληρής διχοτόμησης. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πολύ πιο επιθετική και αναθεωρητική Τουρκία. Που νιώθει πολύ ισχυρή, κινείται ως αυτόνομος δρώντας και επιδιώκει ευθέως την επικυριαρχία σε ολόκληρη την περιοχή. Δυσκολεύομαι να δω πώς αυτή η Τουρκία –που φτάνει στο σημείο να διεκδικεί το μισό Αιγαίο– θα καταλήξει σε μια συμφωνία που να ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις των Ελλήνων Κυπρίων.
Άρα, διαφωνείτε με τον διάλογο;
Δεν λέω κάτι τέτοιο. Δική μας άρνηση να συνομιλήσουμε θα ήταν σφάλμα, το οποίο η τουρκική πλευρά θα έσπευδε να αξιοποιήσει. Ομως ο διάλογος πρέπει να εντάσσεται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική, γιατί σε διαφορετική περίπτωση και πάλι μπορεί να αποτελέσει εργαλείο που θα εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις. Δεν θα ήθελα, για παράδειγμα, τυχόν επιστροφή της τουρκικής πλευράς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να παρουσιαστεί ως σημαντική παραχώρηση εκ μέρους της, η οποία θα της επέτρεπε να εξασφαλίσει ανταλλάγματα από μια μάλλον αμήχανη Ευρώπη, χωρίς επί της ουσίας να μετακινηθεί από τις θέσεις της. Ποια θα είναι άραγε η προοπτική ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, εάν η Τουρκία λάβει αυτά που θέλει από τη Ευρώπη –αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ενωση, συμμετοχή στη νέα Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Ασφάλειας ή και πωλήσεις μαχητικών– χωρίς να μεταβάλει τη θέση της στα εθνικά μας θέματα;
Ο Νίκος Αναστασιάδης χαρακτήρισε «τολμηρές» τις απόψεις περί Κυπριακού στο βιβλίο σας «Νέος ρεαλισμός». Εκτιμάτε ότι η λύση πρέπει να εδράζεται σε αυτό που οι Τούρκοι αποκαλούν «πραγματικότητες» επί του εδάφους;
Είναι θέση μου ότι τις πραγματικότητες πρέπει να τις λαμβάνουμε υπόψη όχι για να τις αποδεχόμαστε, αλλά για να τις αντιμετωπίζουμε. Είναι επίσης θέση μου ότι η επίκληση και μόνο του δικαίου σε έναν κόσμο όπου παραμένει καθοριστικό το ισοζύγιο δυνάμεων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή της τουρκικής πολιτικής. Είναι ακόμα θέση μου ότι πολύ πιο ορατοί είναι δυστυχώς οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε από μια αναθεωρητική Τουρκία, παρά οι προοπτικές για συμφωνημένες λύσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιθυμώ τη λύση. Σημαίνει ότι δεν είμαστε κοντά. Γι’ αυτό και το πρώτο που προτείνω είναι την πολιτική, διπλωματική, οικονομική και ασφαλώς στρατιωτική ισχυροποίηση του ελληνισμού.
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να έχουν ισχυρή οικονομία για να έχουν και ισχυρή άμυνα. Να ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με το Ισραήλ και να διαφυλάξουμε τις σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Να εργαστούμε εντός της ΕΕ για την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης Κοινής Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα καλώς νοούμενα εθνικά μας συμφέροντα.
Με λίγα λόγια, παράλληλα με την ετοιμότητά μας για διάλογο, πρέπει να είμαστε πανέτοιμοι να εφαρμόσουμε μια αποτελεσματική στρατηγική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας. Να δείξουμε ότι στεκόμαστε δυνατά στα πόδια μας, να συγκρατήσουμε τις τουρκικές πιέσεις και να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά τη συμμετοχή μας στην ΕΕ. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ουσιαστικά με την Τουρκία.
Ποιο θα ήταν το ιδανικό υπόδειγμα επίλυσης;
Το ιδανικό θα ήταν η πλήρης αναίρεση των τετελεσμένων του 1974. Πρόκειται δυστυχώς για ανέφικτη προοπτική και γι’ αυτό εδώ και μισό αιώνα συζητούμε για έναν συμβιβασμό στο πλαίσιο μιας Ομοσπονδίας. Όμως η ετοιμότητά μας για μια συμβιβαστική λύση πρέπει να έχει όρια. Μια λύση πρέπει να βελτιώνει τη σημερινή κατάσταση και όχι να την επιδεινώνει. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει αποχώρηση του κατοχικού στρατού, επιστροφή εδαφών και τη στοιχειώδη λειτουργικότητα του κράτους. Να είναι μια λύση που ενώ θα σέβεται τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας, θα διασφαλίζει το μέλλον και την προοπτική του κυπριακού ελληνισμού. Μόνο τέτοια είναι η λύση που θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε.
«Το μόνο κοινό Ελλάδος-Κύπρου είναι γλώσσα και πολιτιστικοί δεσμοί» υποστηρίζατε το 2015. Ωστόσο, στο βιβλίο σας χρησιμοποιείτε α΄ πληθυντικό για όσα πρέπει να πετύχουν Αθήνα-Λευκωσία· γίνεται αντιληπτό ότι μιλάτε για ένα έθνος που, παρότι χωρίστηκε σε δύο κράτη, οφείλει να συντονίζεται έναντι κρίσεων και προκλήσεων. Με ποιον Γεωργιάδη εκ των δύο συμφωνείτε; Αγαπάτε την Ελλάδα;
Πρέπει να σας πω ότι εκείνη η περίοδος ήταν από τις πιο δύσκολες που είχα περάσει κατά τη θητεία μου ως υπουργός Οικονομικών. Είχα το θλιβερό προνόμιο να βλέπω –πίσω από τις κλειστές πόρτες του Eurogroup– να οδηγείται η Ελλάδα στα βράχια. Ηξερα πως η χώρα ήταν με το ένα πόδι εκτός ευρώ. Ενιωθα το βάρος της ευθύνης και με τις δημόσιες παρεμβάσεις μου κάπου χαλούσα το αφήγημα που είχε καλλιεργηθεί εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό και στοχοποιήθηκα από κύκλους της Αριστεράς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Συγκεκριμένοι δημοσιογραφικοί κύκλοι αλλά και μια στρατιά ανώνυμων τρολ διαστρέβλωναν και αλλοίωναν κάθε δήλωσή μου.
Οι αναφορές μου σε «κοινούς εθνικούς δεσμούς, κοινή ιστορία, γλώσσα και πολιτισμό… αλλά διαφορετική οικονομία» που γίνονταν προκειμένου να τονιστεί ότι οι χειρισμοί Βαρουφάκη δεν ίσχυαν στην Κύπρο, αλλοιώνονταν και μετατρέπονταν σιγά-σιγά στο ότι το μόνο μας κοινό είναι περίπου κάποιοι «πολιτιστικοί δεσμοί». Όσο δε αφορά τη στήριξη εκ μέρους μου στην Ελλάδα στις δύσκολες εκείνες στιγμές, παραπέμπω στα όσα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ονομαστικά αναφέρει στο βιβλίο του. Σε κάθε περίπτωση, είναι ευτύχημα πως η θλιβερή εκείνη παρένθεση έκλεισε νωρίς και με τρόπο που διασφαλίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας.
Ρωτώ, διότι, κατά τη δεύτερη θητεία Αναστασιάδη, ορισμένοι εξ Αθηνών φέρονται να αντέδρασαν σε πιθανή τοποθέτησή σας ως υπουργού Εξωτερικών. Τι ισχύει;
Οι συγκεκριμένες φήμες με αφήνουν αδιάφορο, πρώτον, επειδή η ευθύνη σχηματισμού μιας κυβέρνησης ανήκει αποκλειστικά στον επικεφαλής της και, δεύτερον, επειδή σε προσωπικό επίπεδο είχα κρίνει ότι επιβαλλόταν τελικά να συνεχίσω στο υπουργείο Οικονομικών. Είχαμε ανοικτά ζητήματα τα οποία έπρεπε να χειριστώ. Και είναι γεγονός ότι λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 2018, μέσα από τον χειρισμό των τελευταίων δύσκολων τραπεζικών μας θεμάτων, η Κύπρος πέτυχε την αναβάθμισή της στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτή ήταν μια αποστολή που έπρεπε να ολοκληρώσω.
Σας ενδιαφέρει να είστε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028 στην Κύπρο;
Όχι, έχω μάλιστα δηλώσει ότι δεν θα διεκδικήσω καν επανεκλογή στη Βουλή. Θα περιοριστώ στα καθήκοντα του προέδρου του Ινστιτούτου «Γλαύκος Κληρίδης», παραμένοντας ασφαλώς στη διάθεση της ηγεσίας του Δημοκρατικού Συναγερμού την οποία και στηρίζω.
Ως υπουργός Οικονομικών επισπεύσατε την έξοδο της Κύπρου από το μνημόνιο. Σας αναγνωρίζουν ότι δεν μετράτε το πολιτικό κόστος. Ποιο το καταστάλαγμα από τη διαχείριση της κρίσης;
Ότι η οδός της δημαγωγίας και του λαϊκισμού οδηγεί στην καταστροφή. Ενώ, από την άλλη, η οδός της αλήθειας και η ετοιμότητα για δύσκολες αλλά ωφέλιμες αποφάσεις μπορούν να οδηγήσουν μια χώρα μπροστά.