Πολλά έχουν γραφτεί κι άλλα τόσα έχουν ειπωθεί για τον Κώστα Σημίτη. Τα περισσότερα θετικά, χωρίς να λείπουν και συκοφαντικά σχόλια από την ακροδεξιά –κυρίως– και κάποιους μίζερους και χολερικούς πολιτικούς αντιπάλους του.
Ας δούμε λοιπόν γιατί ο Κώστας Σημίτης ήταν κόκκινο πανί για την «ψεκ» ακροδεξιά και τους εν Ελλάδι «χριστιανούς» ταλιμπάν.
Η απόφαση του πρώην πρωθυπουργού το 2000 να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις από την Εκκλησία της Ελλάδας, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ωστόσο, ο Κώστας Σημίτης δεν υπέκυψε στις Σειρήνες του λαϊκισμού και στις «πιέσεις» που δέχτηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ούτε πτοήθηκε από τις «λαοσυνάξεις» που διοργάνωνε η Εκκλησία.
Επέμενε μέχρι τέλους. Στο μυαλό του η Ελλάδα δεν μπορούσε να είναι «κακέκτυπο» θεοκρατικών καθεστώτων που ηγούνταν φανατικοί μουλάδες. Ανήκε στην Ευρώπη και γι’ αυτό πάλεψε σε όλη του τη ζωή.
Εκσυγχρονιστής, φιλοευρωπαϊστής και ορθολογιστής φύσει και θέσει, μέχρι τα στερνά της ζωής του, έδειξε, με τη στάση του, στους πολίτες ότι ο λαϊκισμός είναι εχθρός της δημοκρατίας.
Και μας «θύμιζε» συχνά, ότι όσες φορές ο λαός σαγηνεύτηκε από τους λαϊκιστές πολιτικούς η χώρα το πλήρωσε ακριβά. Αυτό το μήνυμα του Κώστα Σημίτη είναι, κατά τη γνώμη μας, και η μεγάλη παρακαταθήκη του.
Αντί επιλόγου:
Κουβέντες
Εμείς οι δυο δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε, είπε ο κ. Κ. σε κάποιον. Γιατί; ρώτησε ο άλλος τρομαγμένος. Γιατί όταν είμαι μαζί σου δεν λέω καμιά λογική κουβέντα, παραπονέθηκε ο κ. Κ. Μα αυτό δεν μ’ ενοχλεί καθόλου, τον παρηγόρησε ο άλλος. Το πιστεύω, είπε με πικρία ο κ. Κ., ενοχλεί όμως εμένα.
(Από τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Υγ.: Την περίοδο της μεγάλης αναταραχής με τις «διαβολικές» ταυτότητες καταγράφηκε και το πολιτικό unfair του τότε πρόεδρου της ΝΔ Κώστα Καραμανλή, ο οποίος υπέγραψε στο άτυπο και διχαστικό δημοψήφισμα της Εκκλησίας για τις ταυτότητες. Δυστυχώς.