Τις τελευταίες ημέρες επανήλθε στη δημόσια συζήτηση ο προβληματισμός για θεσμικά ζητήματα της δημοκρατίας σε σχέση με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κράτος δικαίου. Το θέμα επανέφεραν εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ο όρος «κράτος δικαίου» αποτελεί θεμέλιο λίθο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Υποδηλώνει τη δέσμευση μιας πολιτείας στη νομιμότητα, στη διάκριση των εξουσιών, στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Με αφορμή την αντιπολιτευτική κριτική διαφόρων πολιτικών εκπροσώπων, σειρά πολιτικών παρατηρητών επιχείρησαν να εξετάσουν τα παραπάνω ζητήματα με το πρόσφατο παρελθόν.
Οι πρακτικές της διακυβέρνησηςΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) αλλά και ο δημόσιος λόγος που εξακολουθεί να τον συνοδεύει δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για το αν πράγματι υπήρξε ουσιαστική προσήλωση σε αυτό που διεθνώς ονομάζεται κράτος δικαίου.
Κατ’ αρχάς, ποιος θα ξεχάσει το σκάνδαλο με τα «βοσκοτόπια»; Η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών και οι «εναλλακτικές» λύσεις που επιστρατεύτηκαν για να διασφαλιστεί ότι θα δημιουργηθεί «φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον» για νέους καναλάρχες αποτέλεσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα στρέβλωσης των θεσμών. Η προσπάθεια να στηθεί «νέο μιντιακό τοπίο» με αμφισβητούμενης αξιοπιστίας εγγυήσεις, στηριγμένες σε δανειοδοτήσεις με… λιβάδια ως υποθήκες, αποκάλυψε την πρόθεση μιας κυβέρνησης, όχι να ενισχύσει τον πλουραλισμό και τη διαφάνεια, αλλά να οικοδομήσει το δικό της μιντιακό σύστημα. Ο θεσμός του κράτους δικαίου απαιτεί ίση μεταχείριση και υγιή ανταγωνισμό· αντίθετα, τότε φάνηκε να προκρίνεται η τακτική «φτιάχνουμε το παιχνίδι στα μέτρα μας».
Άλλη σελίδα στο «ανέκδοτο» περί κράτους δικαίου κατά το παρελθόν αφορά την υπόθεση του πρέσβη της Βενεζουέλας στην Αθήνα. Οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση υπαλλήλων της πρεσβείας, οι πιέσεις και η διαχείριση του ζητήματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποκάλυψαν αμηχανία αλλά και πολιτική σκοπιμότητα: δεν έπρεπε να διαταραχθούν οι στενές σχέσεις με το καθεστώς Μαδούρο, που συχνά προβαλλόταν ως «αδελφό» πρότυπο αντίστασης στον καπιταλισμό. Έτσι, ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας εργαζομένων πέρασαν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στη διατήρηση μιας ιδεολογικής συμμαχίας.
Η ιστορία με το λεγόμενο «SyrizaTV», δηλαδή τις απόπειρες συστηματικής παρέμβασης στην ενημέρωση μέσω κρατικών ή φιλικών μέσων, συμπληρώνει το παζλ. Ο έλεγχος των τηλεοπτικών αδειών, η προσπάθεια να περιοριστεί το πεδίο των ανεξάρτητων φωνών και η διαρκής αντιπαράθεση με «συστημικά μέσα» έδειχναν την επιδίωξη να στηθεί ένα επικοινωνιακό περιβάλλον πλήρως ελεγχόμενο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το ζήτημα των αγωγών SLAPP, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως όπλο φίμωσης δημοσιογράφων και ανεξάρτητων ερευνητών. Αντί να προασπίζει την ελευθερία του Τύπου και να προστατεύει τους λειτουργούς της ενημέρωσης, η τότε κυβέρνηση συχνά κατηγορήθηκε ότι ανεχόταν ή και ενθάρρυνε τέτοιες πρακτικές όταν ο έλεγχος αφορούσε υποθέσεις που «έκαιγαν». Η χρήση των δικαστηρίων ως εργαλείου εκφοβισμού, και όχι απονομής δικαιοσύνης, συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κράτους δικαίου.
Οι ίδιοι πολιτικοί παρατηρητές τόνιζαν ότι δεν μπορεί κανείς να παραλείψει τις συνεχείς καταγγελίες για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη. Από την υπόθεση Novartis, όπου οι αποκαλύψεις για «σκευωρία» προκάλεσαν σφοδρές αντιπαραθέσεις, μέχρι τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών που επιχειρούσαν να υποδείξουν κατευθύνσεις στη δικαστική εξουσία, η αίσθηση που δημιουργήθηκε ήταν ότι η Δικαιοσύνη δεν λειτουργούσε απολύτως ανεξάρτητα. Όταν η εκτελεστική εξουσία μπαίνει στον πειρασμό να εργαλειοποιήσει τους θεσμούς, το κράτος δικαίου παύει να είναι πραγματικότητα και μετατρέπεται σε ρητορικό σύνθημα.
Όταν μιλάμε για κράτος δικαίου επί ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί το αντιμετωπίζουν σαν ανέκδοτο και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πρέπει να κρατήσουμε από εκείνη την περίοδο: ότι η δημοκρατία δεν επιβιώνει με ανέκδοτα, αλλά με σοβαρότητα, θεσμική προσήλωση και σεβασμό στους κανόνες.
Σαφής βελτίωση
Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της ποιότητας του κράτους δικαίου και της ελευθερίας των ΜΜΕ βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης στην Ευρώπη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών λειτουργούν ως βαρόμετρο. Οι πιο πρόσφατες μελέτες της Κομισιόν, που δημοσιεύονται στο πλαίσιο της ετήσιας Έκθεσης για το Κράτος Δικαίου, καταγράφουν βελτίωση σε όλους τους βασικούς δείκτες, γεγονός που αποτυπώνει μια τάση ενίσχυσης της θεσμικής σταθερότητας και της ελευθερίας της ενημέρωσης.
Συγκεκριμένα, στον τομέα της Δικαιοσύνης οι δείκτες δείχνουν μεγαλύτερη ταχύτητα στην απονομή, βελτίωση στις ψηφιακές υποδομές των δικαστηρίων και ενίσχυση της διαφάνειας στις διαδικασίες. Η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, μειώνοντας τον χρόνο εκδίκασης υποθέσεων και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τον θεσμό. Παράλληλα, καταγράφεται πρόοδος στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, καθώς περιορίζονται οι πολιτικές πιέσεις και βελτιώνονται οι θεσμικές δικλίδες προστασίας.
Όσον αφορά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνουν την ενίσχυση του πλουραλισμού και την αύξηση της διαφάνειας στη χρηματοδότησή τους. Η βελτίωση της πρόσβασης των πολιτών σε διαφορετικές πηγές πληροφόρησης και η ενίσχυση των ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών συνιστούν επίσης δείκτες προόδου. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις προσπάθειες αντιμετώπισης των αγωγών SLAPP, με στόχο την προστασία των δημοσιογράφων και την ελευθερία της έρευνας.
Σημαντικό στοιχείο είναι ότι η Ελλάδα, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια που δεχόταν κριτική για προβλήματα διαφάνειας και συγκέντρωσης εξουσίας στα ΜΜΕ, πλέον εμφανίζεται να κινείται σε πορεία σύγκλισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία, η ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών και η πίεση της κοινωνίας των πολιτών λειτουργούν ως καταλύτες αυτής της βελτίωσης.