«Οι καλοί μαθητές τη δεκαετία του ’80 γίνονταν ή γιατροί ή δικηγόροι, δεν υπήρχε κάτι άλλο» λέει ο Κώστας Τσιάρας βλέποντάς με να περιεργάζομαι τις κορνίζες ενώ με υποδεχόταν στο γραφείο του χθες το μεσημέρι με κρύο καιρό, αλλά με πολύ θερμή χειραψία. Κλείνει μαλακά την πόρτα και μου προτείνει την καρέκλα απέναντί του, είναι λίγο πιο ψηλός απ’ ό,τι τον υπολόγιζα, τακτοποιώ κοντά του το τηλέφωνο που θα ηχογραφεί, κοιτάζει λίγο πιο πάνω από τον ώμο μου μέχρι να λιώσει ο πάγος των πρώτων στιγμών, μιλάει με καθαρές συλλαβές και δίνει γενναιόδωρες απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
Η επιθυμία να μιλήσω με έναν Θεσσαλό πολιτικό γεννήθηκε λίγο καιρό μετά την καταστροφή του Θεσσαλικού κάμπου, ο Κώστας Τσιάρας δεν έθεσε κανέναν όρο, ανοιχτή συζήτηση σε κανονική συνάντηση στο γραφείο του. Με υποδέχτηκε στην πόρτα, το πρώτο που είδα πίσω του ήταν η οθόνη του υπολογιστή του με τρία όμορφα παιδιά, μου λέει τα ονόματα και την ηλικία τους, τα συνοδεύει κάθε πρωί στο σχολικό και είναι η τρυφερή στιγμή της ημέρας του.
Οι πληγές της Θεσσαλίας
Κάνω μια ερώτηση για τη θεομηνία «Ντάνιελ», μου μιλά με ένα σύννεφο στο βλέμμα, η πόλη της Καρδίτσας δεν χτυπήθηκε τόσο πολύ, είχαν προηγηθεί τα έργα λόγω «Ιανού», όμως αυτή η πλημμύρα –μια φορά στα εκατό χρόνια– θέτει πλέον επιτακτικά την ανάγκη η πολιτεία να δράσει, «η καταστροφή είναι ολοσχερής και σε επίπεδο περιουσιών, αλλά και σε αδυναμία γεωργικής εκμετάλλευσης, έμειναν ελάχιστα ζώα σε σχέση με αυτά που είχαμε. Αναγκαζόμαστε μετά τρία χρόνια να αντιμετωπίσουμε ένα μεγαλύτερο καιρικό φαινόμενο. Ο "Ιανός" ήταν ένα πρώτο καμπανάκι, αλλά σε πιο περιορισμένη έκταση σε σχέση με τον "Ντάνιελ"».
Χτυπάει το κινητό του, ρίχνει ένα πλάγιο βλέμμα, κλέβω μια στιγμή να κοιτάξω γύρω μου, στους τοίχους μερικά πτυχία, πίνακες ζωγραφικής, πίσω από το τζάμι της βιβλιοθήκης τόμοι και λίγες εικόνες αγίων, ρωτώ αν η πολιτική προηγήθηκε της ιατρικής, μου εξιστορεί την εποχή που όλα συνηγορούσαν για να λάμψει στον κόσμο μέσα από την επιστήμη του, θυμάται με μάτια που λάμπουν έναν Αγγλο καθηγητή του, πρωτοπόρος στη θεραπεία του καρκίνου – τι ειρωνεία, πέθανε από καρκίνο· η μοίρα, ο Θεός, «ο καθένας έχει έναν Θεό», έγινε πολιτικός.
Ξαναπάμε στη Θεσσαλία, «έχουν καταστραφεί σπίτια, οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα κατοικήσουν» λέει και πλέκει τα δάχτυλά του μέχρι να ασπρίσουν οι κόμποι, ρωτώ τι γίνεται με τους Ολλανδούς επιστήμονες και πόσο απέχει η πατρίδα του από το να γίνει Κάτω Χώρα, «έχουν υψηλή τεχνογνωσία και μόλις ολοκληρώσουν τη μελέτη τους θα κάνουν τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση συνολικά των πλημμυρικών φαινομένων σήμερα και στο μέλλον. Δεν πρέπει να αφήσουμε ανοχύρωτη την περιοχή έναντι αυτών των ακραίων συνθηκών. Η κλιματική κρίση μάς φέρνει πλέον ενώπιον μιας πραγματικότητας που ήταν αδύνατον να έχουμε υπολογίσει ποτέ στο παρελθόν»· μου μιλά με ζέση για όσα πρέπει να κάνει η πολιτεία για να μην επαναληφθούν σε αυτήν την ένταση τέτοιες καταστροφές κι είναι σαν να μην τον χωράει η καρέκλα του, σαν να θέλει να διώξει τη λάσπη με τα χέρια.
Σεβασμός στο περιβάλλον
Ρωτώ αν οι πολίτες πρέπει ή μπορούν να μάθουν κάτι, «οι πολίτες κυρίως πρέπει να αποκτήσουν διαφορετική κουλτούρα· ας είμαστε ειλικρινείς: τώρα δεν μπορούν να κάνουν κάτι, είναι υποχρέωση της πολιτείας, δεν είναι θέμα πολιτών, ενδεχομένως μόνο να κατανοηθεί ότι πρακτικές του παρελθόντος ανήκουν εκεί, στο παρελθόν. Εκείνο που επιβάλλεται είναι να κατανοήσουμε όλοι ότι πρέπει να σεβαστούμε το περιβάλλον, διότι τα πλημμυρικά φαινόμενα πλέον είναι έντονα και αφορούν όλη την υφήλιο, μάλιστα σε πολλές χώρες με τραγικό απολογισμό» – πάει το μυαλό μου στη Γερμανία, στην Ιταλία με τους δεκάδες νεκρούς μέσα στη λάσπη. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας, με μοίρα κοινή και μέλλον με συντονισμένο βηματισμό...
Θεωρεί ότι η περίοδος της ευμάρειας των προηγούμενων δεκαετιών δεν μας επέτρεψε να σκεφτούμε, να δούμε και να σεβαστούμε άλλα πράγματα – είναι ένα καμπανάκι λοιπόν να γυρίσουμε λίγο πίσω, να επανατοποθετηθούμε σε αρχές και προτεραιότητες. Θυμόμαστε την πλανεύτρα δεκαετία του ’80, άγουροι τότε στη δίνη των τεκτονικών αλλαγών του κόσμου, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ούτε μικροί ούτε μεγάλοι, με δανεικούς καημούς από γονείς και συμμέτοχοι στην οικοδόμηση ενός αύριο που ήρθε σήμερα να μας τραβήξει από το μανίκι – απολογισμός, λογαριασμός κι ο λογισμός στα παιδιά που έρχονται με φτερά προς ένα σύμπαν που μεγαλώνει, αλλά χωράει στα ευάριθμα εκατοστά μιας οθόνης κινητού τηλεφώνου.
«Υπάρχει ένας στίχος του Πορτοκάλογλου, που λέει Χούντα δε θυμάμαι, μα ούτε ελευθερία, της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά» – ήταν η στιγμή που χτύπησε άλλη μία, την πεντηκοστή ίσως, φορά το τηλέφωνό του. Ο Κώστας Τσιάρας μού είχε πει ότι πρέπει να πάει στη Βουλή, κάποιος του υπενθύμισε κάτι, πλησίαζε η ώρα να κλείσουμε τη συζήτηση με πολλά θέματα ακόμη ανοιχτά. «Από τη συνεχή καλυτέρευση της ζωής μας επί μακρόν η γενιά μας έφτασε στα μνημόνια, που δεν ήταν κάτι καλό, είδαμε τότε το χειρότερο για πρώτη φορά», λέει και ξετυλίγει σκέψεις, οι αναμνήσεις έρχονται πάλι από πιο μακριά, από το Ανατολικό και το Δυτικό Βερολίνο, τη Μόσχα, «διαφορετική κουλτούρα, άλλη προσέγγιση της ζωής, αλλαγές που μπορούν να φέρουν την ελευθερία ή μια πραγματικότητα που αλλάζει, αφήνει πίσω κάτι που έρχεται από το παρελθόν, από την άλλη γεννάει και προβλήματα που ζήσαμε και ζούμε» – εδώ έχω απέναντί μου τον κοινοβουλευτικό ρήτορα, μιλάει για τις μεταβατικές δημοκρατίες, τα χαρακτηριστικά των δυτικών δημοκρατιών, τον χρόνο που χρειάζονται οι λαοί για να μεταβούν ομαλά από τη σκιά της ανελευθερίας στο φως της δημοκρατίας με δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Το ρεκόρ στο υπουργείο
Σε μια μικρή σιωπή, αναφέρω τον Βαρλάμ Σαλάμοφ και «Τις Ιστορίες από την Κολυμά», όποτε θυμάμαι αυτό το τεράστιο βιβλίο το προτείνω σε όποιον έχω μπροστά μου, σημειώνει με στρωτά γράμματα, παρότι γιατρός, τον τίτλο και τον εκδοτικό οίκο, «υπήρξα βιβλιοφάγος, πέρασαν καλοκαίρια που διάβαζα πενήντα βιβλία» λέει και συμπληρώνει ελαφρώς μελαγχολικά ότι τώρα πια δεν υπάρχει αυτός o χρόνος – με εξαίρεση τη μακρά περίοδο της θητείας του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, που ξαναγύρισε στην εντατική μελέτη νομικών. Εργώδης προσπάθεια που του έδωσε το ρεκόρ σε αυτό το υπουργείο στην προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας – σε αυτήν του περασμένου Ιουνίου ένιωσε τη μοναδική χαρά να βρεθεί έναν μήνα κοντά στα παιδιά του για πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκαν.
Ξεστράτισε η κουβέντα, ξοδεύουμε από τον χρόνο που δεν περισσεύει, λίγα λόγια ακόμη για την Καρδίτσα, γενέτειρα και αγάπη, απαριθμεί τα έργα στήριξης και αποκατάστασης των πληγεισών περιοχών, τα μέτρα ανακούφισης των ανθρώπων που σε μια νύχτα είδαν τη γη τους να κυλά προς τη θάλασσα, επιμένει στη διεξαγωγή ειλικρινούς συζήτησης για την αναδιοργάνωση του παραγωγικού μοντέλου με όλο το πολιτικό φάσμα και τους φορείς, «γιατί αν δεν κάνουμε κάποια τολμηρά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, θα είναι πολύ δύσκολο τα επόμενα χρόνια να
υποστηριχθεί η αγροτική παραγωγή με βάση αυτά που εξελίσσονται στην Ευρώπη, την κοινή αγροτική πολιτική, αλλά και βάσει των χρημάτων που μοιραία θα περιορίζονται σε επόμενο χρόνο –και το ξέρουμε πολύ καλά αυτό–, επομένως πρέπει να δούμε την ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, προκειμένου να διασφαλιστούν πραγματικά εισοδήματα για τους Ελληνες αγρότες».
Πραγματιστική πολιτική
Εχει σωθεί το νερό στο ποτήρι μου, θέλω λίγο ακόμη, δεν ζητώ, δεν μπορεί να γίνει ρωγμή τώρα: είναι η στιγμή που νιώθει υπερήφανος για όσα κατάφερε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – «ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, η επενδυτική βαθμίδα, ο περιορισμός σε πολύ μεγάλο βαθμό της ανεργίας, μετρήσιμο περισσότερο εισόδημα των πολιτών· έχουμε καταφέρει το πολύ μεγάλο, τώρα πρέπει να δούμε τα επιμέρους και τα μικρότερα. Εκεί είναι τώρα το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης και του ιδίου του πρωθυπουργού: τα μεγάλα βήματα, οι μεγάλοι στόχοι φαίνεται πως έχουν επιτευχθεί επιτέλους ύστερα από πολλά χρόνια. Τώρα αν πιστεύει κανείς πως τα επόμενα μπορούσαν να γίνουν χωρίς αυτά νωρίτερα, μάλλον δεν ξέρει τι του γίνεται... Συνεπώς τώρα που έχουν τεθεί οι βάσεις, έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις για τα επόμενα, όπως καλύτεροι μισθοί για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, είναι η πρώτη φορά που δίνονται αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις ύστερα από έντεκα χρόνια. Και όλα αυτά δεν γίνονται επειδή εγώ θα γράψω έναν νόμο το μεσημέρι και θα σκίσω έναν άλλον το απόγευμα. Επιστροφή στην πραγματιστική πολιτική λοιπόν».
Κρατώ ώρα την ερώτηση για την απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης μετά τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, του την απευθύνω κάπως ασύντακτη γιατί έχω αγχωθεί με τον χρόνο, «δεν είναι καλό να μην έχεις αντιπολίτευση, αυτή είναι η πραγματικότητα. Επίσης πραγματικότητα είναι ότι η Νέα Δημοκρατία απέδειξε ότι είναι το μόνο κόμμα της μεταπολίτευσης που έχει ισχυρή σχέση με τον κόσμο. Οταν ύστερα από πενήντα χρόνια εξακολουθείς να έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα σημαίνει ότι η σχέση με τον κόσμο είναι δυνατή και
αυτό είναι που πρέπει να αξιολογηθεί. Το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε, συρρικνώθηκε· ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε, συρρικνώθηκε, αποσυντίθεται· άλλα κόμματα εμφανίστηκαν, χάθηκαν».
Φεύγοντας βλέπω ψηλά στον τοίχο το απολυτήριο λυκείου, βαθμός 19 και 8/11, πρώτη αγάπη η ιατρική, έρωτας εσαεί η πολιτική, βουλευτής από το 2004, ερανιστής στιγμών, συλλέκτης κόμικς, λάτρης τεχνών και μουσικών, ο Κώστας Τσιάρας χαιρετά εγκάρδια και φεύγει για το Κοινοβούλιο...
* Κώστας Τσιάρας, Βουλευτής Καρδίτσας με τη Ν.Δ., πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος