Για έμφαση και στροφή της κυβέρνησης σε ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η αντιμετώπιση της ακρίβειας, η μείωση των επιβαρύνσεων, η μείωση της ανεργίας, η τόνωση του εισοδήματος και η μείωση της γραφειοκρατίας, κάνει λόγο ο νέος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Κώστας Καραγκούνης στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Μανιφέστο».

Τελικά, κύριε υφυπουργέ, τι είναι αυτό που κόστισε στη Νέα Δημοκρατία και έμεινε μακριά από τον πήχυ που είχε θέσει ο πρωθυπουργός;

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει αξιολογήσει το μήνυμα αυτής της κάλπης και έχει υπογραμμίσει, όπως ο ίδιος άλλωστε επικοινώνησε από την πρώτη στιγμή προς τους πολίτες, ότι κάποιες πολιτικές μας στεναχώρησαν τους ψηφοφόρους μας. Η ακρίβεια προφανώς είναι η κορωνίδα της πίεσης που δεχτήκαμε. Πράγματι, μας κόστισε και αυτό είχε επισημανθεί ως πρόκληση για την κυβέρνηση πολύ πριν από τις ευρωεκλογές. Περαιτέρω, η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών επίσης είχε ένα υπολογίσιμο κόστος και με χαρά άκουσα τον πρωθυπουργό να επισημαίνει ότι για το ζήτημα αυτό θα γίνουν κάποιες σημειακές διορθώσεις. Τέλος, και έτερα ζητήματα, τόσο το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια όσο και κάποια προβλήματα της καθημερινότητας, μας προκάλεσαν πολιτική ζημιά. Γι’ αυτό, οι προκλήσεις της επόμενης τριετίας επικεντρώνονται στα ζητήματα αυτά. Με έμφαση και στροφή στην καθημερινότητα των πολιτών, όπως είναι η αντιμετώπιση της ακρίβειας, η μείωση των επιβαρύνσεων, η μείωση της ανεργίας, η τόνωση του εισοδήματος, η μείωση της γραφειοκρατίας και πολλά άλλα ακόμη.

Θεωρείτε πως υπήρξε νικητής στις ευρωεκλογές ή οι πολίτες θέλησαν να στείλουν μήνυμα διά της αποχής τους;

Επισημαίνετε πολύ σωστά το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα που αναδείχθηκε στις ευρωεκλογές, που είναι η αποχή. Το έχω αναφέρει σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις μου ότι η αποχή δείχνει απομείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα. Με λίγα λόγια, με το αποτέλεσμα αυτό «κόντυνε η πολιτική». Επομένως, χρειάζεται να γίνει αντεπίθεση της πολιτικής με γνώμονα τα πραγματικά και ουσιαστικά προβλήματα των πολιτών. Από την άλλη, παρότι η Νέα Δημοκρατία είχε μια αξιοσημείωτη πτώση των ποσοστών της, οι πολίτες την εμπιστεύονται ως κυρίαρχη δύναμη του πολιτικού φάσματος. Αλλωστε, οι βασικοί αντίπαλοί της, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, και τα δύο κόμματα μαζί, δεν αθροίζουν τα δικά μας ποσοστά. Νικητής λοιπόν σε αυτές τις εκλογές είναι η Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, προφανώς δεν μπορεί να αγνοηθεί το ισχυρό μήνυμα της αποχής.

Μπορεί να βγει ασφαλές συμπέρασμα για το τι επιθυμεί η κοινωνία με τόσο χαμηλή συμμετοχή στην κάλπη;

Οπως είπε και ο πρωθυπουργός, οι πολίτες μάς έδωσαν την εντολή να τρέξουμε πιο γρήγορα, να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα για το οποίο μας ψήφισαν πριν από έναν χρόνο, να ανταποκριθούμε στα προβλήματα και στις ανάγκες των πολιτών. Οπως είπα και πριν, η χαμηλή συμμετοχή υποδηλώνει μειωμένη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα, και αυτό είναι πράγματι κάτι που οφείλει να μας προβληματίσει. Σε κάθε περίπτωση, η Νέα Δημοκρατία δεν έχει λόγο να αυτομαστιγώνεται, όπως οι άλλοι βασικοί αντίπαλοί μας –βλέπετε τι συμβαίνει στο εσωτερικό τους–, έχει όμως υποχρέωση απέναντι στους πολίτες να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους. Αυτός είναι ο στόχος για την επόμενη τριετία και αυτό θα προσπαθήσει να υπηρετήσει αυτή η κυβέρνηση.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα και συνολικά στην Ευρώπη;

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έδειξαν ότι πράγματι μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων κινήθηκαν προς δεξιότερες ημών επιλογές, αλλά και ακροδεξιές, αφού τα κόμματα αυτά συναθροίζουν ένα ποσοστό κοντά στο 20%. Συγχρόνως, το ίδιο συμβαίνει και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Οπότε είναι σαφές ότι έχει μονιμοποιηθεί ως τάση παντού στην Ευρώπη η δεξιότερη κατεύθυνση των πολιτικών. Εγώ το έχω αναλύσει σε πολλές από τις τοποθετήσεις μου ότι οι προκλήσεις και τα προβλήματα των κοινωνιών δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο. Η ουσία είναι αν η πολιτική που ακολουθείς είναι αποτελεσματική. Για παράδειγμα, το να έχουμε περισσότερη ασφάλεια στις γειτονιές μας, κάποιοι τη λένε δεξιά πολιτική, εγώ τη θεωρώ αυτονόητη. Το να έχουμε επαρκή φύλαξη των συνόρων μας, κάποιοι την ονομάζουν δεξιά πολιτική, εγώ τη χαρακτηρίζω επιβεβλημένη. Το να σεβόμαστε και να προάγουμε θεσμούς όπως η οικογένεια και η θρησκεία, κάποιοι τη χαρακτηρίζουν ως δεξιά πολιτική, εγώ τη θεωρώ θεμιτή και γόνιμη. Με λίγα λόγια, κάποιοι προσπαθούν να βάλουν ταμπέλες σε πολιτικές που είναι εκ των πραγμάτων αυτονόητες και το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να πριμοδοτήσουν και να γίνουν οι καλύτεροι χορηγοί της Ακροδεξιάς.

Τις περασμένες ημέρες η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε από την υπόθεση Λύτρα. Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις δικαστικών και δικηγόρων στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου;

Η κυβέρνηση παγίως δεν σχολιάζει τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Δεν έχει καμία δουλειά ούτε η νομοθετική ούτε πολύ περισσότερο η εκτελεστική εξουσία να μπαίνει στα πόδια της δικαστικής. Οπως δεν σχολιάσαμε την απόφαση της ανακρίτριας και της εισαγγελέως, με την οποία ο ποινικολόγος αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ακριβώς το ίδιο κάνουμε και για την απόφαση του Αρείου Πάγου και των όσων ακολούθησαν. Εγώ θεωρώ ότι με τον ίδιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζουν τις δικαστικές αποφάσεις και όσοι διακονούν και υπηρετούν την Δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις των δικαστών και της Δικαιοσύνης ελέγχονται μόνο από τη Δικαιοσύνη και από κανέναν άλλον. Και όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε τις αποφάσεις της.

Κατά τη γνώμη σας υπάρχει Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων; Αυτή που αντιμετωπίζει τους επωνύμους διαφορετικά από τους υπόλοιπους πολίτες;

Σε καμία περίπτωση. Οι δικαστές είναι πολύπειροι, είναι καταρτισμένοι, διαθέτουν ευθυκρισία και έχουν υψηλό αίσθημα ευθύνης. Δεν θεωρώ ότι ξεχωρίζουν τους ανθρώπους σε επώνυμους και ανώνυμους όταν πρόκειται να τους αξιολογήσουν ποινικά. Αλλά ακόμη και αν υπάρξουν αστοχίες ή πλημμέλειες σε δικαστικές αποφάσεις η Δικαιοσύνη έχει τις δικονομικές δυνατότητες να επέμβει και να τις θεραπεύσει.

Ποια ήταν η πρώτη σκέψη σας μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας στο υπουργείο Εργασίας;

Είναι ένας τομέας που ταυτίζεται με την καθημερινότητα των πολιτών. Αφορά τους εργαζομένους, τις επιχειρήσεις, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, την αγορά εργασίας, το ασφαλιστικό σύστημα, τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, με λίγα λόγια το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό από μόνο του σημαίνει μεγάλη ευθύνη και μεγάλη προσπάθεια από όλη την πολιτική ηγεσία να σταθούμε δίπλα τους και να τους βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.