Στα δικαστήρια της Λάρισας, εκεί όπου εξελίσσεται η διαδικασία για το βιντεοληπτικό υλικό της εμπορικής αμαξοστοιχίας, η Ζωή Κωνσταντοπούλου είδε –για μια ακόμη φορά– την ευκαιρία να μετατρέψει την τραγωδία στα Τέμπη, σε προσωπικό βήμα καταγγελίας. Με ύφος «αποκάλυψης σκανδάλων» και με τον γνώριμο τόνο δραματοποίησης, κατήγγειλε ότι η κυβέρνηση «μπαζώνει» την υπόθεση, επιστρέφοντας στις γνωστές ακραίες θεωρίες συνωμοσίας που τόσο αγαπά. Δεν είναι τυχαίο: οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν αισθητή κάμψη της απήχησής της και ο λαϊκισμός μοιάζει - για εκείνη - το μοναδικό σωσίβιο.
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας επιχείρησε να χτίσει ξανά το αφήγημα καταπίεσης από τα «συστήματα εξουσίας», κατηγορώντας την ΕΡΤ ότι δεν της επέτρεψε παρέμβαση. Η δημόσια τηλεόραση, στην οποία ούτως ή άλλως εμφανίζεται, μετατράπηκε ξαφνικά, σε «πρωθυπουργικό κανάλι». Και επειδή κάθε καλό σενάριο χρειάζεται και κορύφωση, προστέθηκε και η θεωρία περί «εξαφάνισης βίντεο» από κυβέρνηση, εταιρείες, πρόσωπα, συμφέροντα και μυστήριες δυνάμεις που, κατά τη Ζωή, συνεργάζονται αρμονικά μόνο όταν χρειάζεται να της κρύψουν κάτι.
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει και το κερασάκι της καταγγελίας: η «αντισυνταγματική» –όπως είπε– απόφαση του Πρωτοδικείου Λάρισας για τον μέγιστο αριθμό ατόμων στην αίθουσα. Μια απολύτως συνηθισμένη πρακτική, για λόγους ασφαλείας και ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας, βαφτίστηκε «φιρμάνι» ενός σκοτεινού μηχανισμού που τρέμει τη «λαϊκή συμμετοχή». Εδώ η ειρωνεία ξεχειλίζει: εκείνη που συστηματικά επιδιώκει ελεγχόμενες εικόνες, καταγγέλλει τώρα περιορισμούς που ισχύουν για όλους, όχι μόνο για την ίδια.
Και έτσι, μια κρίσιμη διαδικασία Δικαιοσύνης επιχειρείται να μετατραπεί σε συνεχές προσωπικό σόου, με φόντο τη συνωμοσιολογία, την υπερβολή και την επιθετική ρητορική που πλέον αποτελεί σήμα κατατεθέν της Κωνσταντοπούλου. Το πραγματικό ζητούμενο –να αποδοθεί δικαιοσύνη με σοβαρότητα και θεσμική συνέπεια– θάβεται κάτω από δραματικά λογύδρια, ενώ η ίδια προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο το φθαρμένο πολιτικό της αφήγημα. Και αν κάτι πράγματι «μπαζώνεται», αυτό είναι η αξιοπιστία όσων επιστρέφουν στον λαϊκισμό κάθε φορά που οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων γίνονται δυσάρεστοι.