«Ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε στην άκρη το Κυπριακό δεν θα έστεκε ούτε ένα 24ωρο. Δεν ισχύουν όσα λέγονται και γράφονται». Αυτή ήταν η αποστροφή ανώτερου Κύπριου αξιωματούχου, όταν, σε μια κλειστή συνάντηση, τέθηκε σχετικό ερώτημα. Όμως η τοποθέτησή του επιβεβαιώνεται και από τα γεγονότα.
Το τελευταίο διάστημα στον άξονα Αθήνας-Λευκωσίας καταγράφονται ζυμώσεις και μεγάλη κινητικότητα με φόντο την πενταμερή για το Κυπριακό, στη Γενεύη. Την ίδια στιγμή, η συνάντηση των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν –που προοριζόταν να πραγματοποιηθεί εντός Ιανουαρίου– μετακυλήθηκε για μετά την πενταμερή, φανερώνοντας ότι το Κυπριακό ενδέχεται να έχει (ξανά) τη δυναμική να επηρεάσει ως καταλύτης τα ελληνοτουρκικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, τις περασμένες ημέρες, ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, είχε δύο σημαντικές τηλεφωνικές επικοινωνίες. Η πρώτη ήταν με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, και είχε επίκεντρο τον ρόλο της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας (όπου τον Μάιο η χώρα μας θα αναλάβει την πρώτη προεδρία της τρίτης θητείας της) αλλά και το Κυπριακό.
Μικρές προσδοκίες
Εξάλλου, τον προσεχή Μάρτιο αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη Γενεύη η πρώτη μετά από τέσσερα χρόνια διευρυμένη πενταμερής. Και παρότι οι προσδοκίες σε Αθήνα και Λευκωσία είναι περιορισμένες, δεδομένης της θέσης της κατοχικής Τουρκίας για λύση «δύο κρατών», αμφότερες επιχειρούν συστηματικά για την επανέναρξη των συνομιλιών.
Την ίδια στιγμή, στη Μεγαλόνησο, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, έχει συναντήσει ήδη μια φορά τον Τουρκοκύπριο εκπρόσωπο, Ερσίν Τατάρ, ενώ εντός του πρώτου δεκαημέρου του Φεβρουαρίου θα υπάρξει και νέα συνάντηση για το θέμα των οδοφραγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, το ίδιο διάστημα θα μεταβεί στην Κύπρο και η αναπληρώτρια γενική γραμματέας του ΟΗΕ, Ρόζμαρι ντι Κάρλο, προκειμένου να πραγματοποιήσει χωριστές συναντήσεις με τους Χριστοδουλίδη και Τατάρ και να διερευνήσει τις θέσεις και τις προθέσεις των μερών ενόψει της πενταμερούς.
«Με ξεκάθαρη πολιτική βούληση που αναγνωρίζεται απ’ όλους, καταφέραμε να ενεργοποιήσουμε το διεθνές ενδιαφέρον και να δημιουργήσουμε συνθήκες κινητικότητας προς την κατεύθυνση επανέναρξης των συνομιλιών», σημείωσε, στην παρουσίαση του Ετήσιου Προγραμματισμού Διακυβέρνησης του 2025, ο κ. Χριστοδουλίδης, τονίζοντας ότι η Λευκωσία θα κάνει το παν για να αξιοποιήσει πλήρως την επερχόμενη διευρυμένη συνάντηση για το Κυπριακό.
Διαλόγου συνέχεια
Η έτερη επικοινωνία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών –η οποία προηγήθηκε χρονικά αυτής με τον γγ του ΟΗΕ– ήταν με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν. Οι δύο άνδρες συζήτησαν για την προσεχή συνεδρίαση του ελληνοτουρκικού Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), ενώ πληροφορίες λένε ότι αναφέρθηκαν και στο Κυπριακό. Στην Αθήνα επικρατεί η πεποίθηση ότι η βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνέβαλε στην επανεκκίνηση των συζητήσεων για το Κυπριακό, κάτι που ωστόσο θα φανεί στην πράξη κατά πόσο ισχύει.
Όσον αφορά το έκτο διμερές ΑΣΣ, το οποίο αρχικώς θα πραγματοποιείτο τον Ιανουάριο, τελικώς αναμένεται να συνεδριάσει στην Άγκυρα τον προσεχή Απρίλιο, δηλαδή μετά την πενταμερή. Για την ιστορία, Ελλάδα και Κύπρος έχουν πραγματοποιήσει μόλις μια συνεδρίαση του ΑΣΣ τους, με την επόμενη να τοποθετείται τον Νοέμβριο.
Προσφάτως, ο κ. Γεραπετρίτης (με συνέντευξή του στην ΕΦΣΥΝ) είχε υποστηρίξει ότι ο διάλογος Αθηνών-Αγκύρας δεν έχει παγώσει και ότι όσο πιο δομημένα εξελίσσεται «τόσο πιο στέρεη θα είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομήσουμε τις σχέσεις μας».
Σημειώνεται, τέλος, ότι σήμερα αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση στο Συμβούλιο Ασφαλείας η ανανέωση της εντολής της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο, η οποία δραστηριοποιείται στο πεδίο από το 1964.
Μοντέλο... Σουδάν
Πάντως, για την κατοχική Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους το μότο περί λύσης «δύο κρατών» παραμένει αναλλοίωτο. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο ψευδοκράτος, ο κ. Φιντάν επιχείρησε να αντιστοιχίσει τα Κατεχόμενα με το Ανατολικό Τιμόρ και το Νότιο Σουδάν.
Οι εν λόγω αναφορές δεν είναι τυχαίες. Η στόχευση, σύμφωνα με την «Καθημερινή της Κύπρου», είναι να πειστεί αρχικώς η διεθνής κοινότητα για «λειτουργική συνύπαρξη» Κυπριακής Δημοκρατίας και Κατεχομένων. Εν συνεχεία να υπάρξει συνεργασία μεταξύ των δύο «μερών» (Κυπριακής Δημοκρατίας και Κατεχομένων) και με αυτό τον τρόπο να αλλάξει εμπράκτως το υπόδειγμα επίλυσης του Κυπριακού. Δηλαδή εκτός των (διεθνών) πλαισίων και των επιθυμιών Αθήνας και Λευκωσίας.