Η επιβράδυνση από την οποία πάσχει η οικονομία της Κίνας αποκτά σταδιακά συστημικό χαρακτήρα. Ο μεγαλύτερος αποσταθεροποιητικός παράγοντας είναι η κατάρρευση του κινεζικού real estate, καθώς το «κινεζικό όνειρο» των περασμένων δεκαετιών μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη για το Πεκίνο. Η πολιτική του zero-Covid που εφάρμοσε η κινεζική κυβέρνηση από ένα σημείο και μετά κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχε καταστροφικές συνέπειες σε κάθε παραγωγικό τομέα στη χώρα, επηρεάζοντας περισσότερο απ’ όλους τη στεγαστική αγορά.

Συγκεκριμένα, ο ένας μετά τον άλλον οι κινέζικοι κατασκευαστικοί κολοσσοί βλέπουν την αξία τους να μειώνεται ραγδαία, καθώς εισέρχονται σε έναν οικονομικό φαύλο κύκλο χρέους και αποεπένδυσης. Ο λόγος είναι πως τα διαμερίσματα, αλλά και τα ακίνητα εν συνόλω - τα οποία συχνά περιλαμβάνουν ολόκληρους ουρανοξύστες- τα οποία είτε έχουν κατασκευάσει, είτε βρίσκονται σε στάδιο κατασκευής, παραμένουν απούλητα, κάτι που σημαίνει πως οι κατασκευαστικές εταιρείες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, αλλά και να προχωρήσουν σε περαιτέρω επενδύσεις. Αυτή η παράμετρος δημιουργεί με τη σειρά της μια αλυσίδα αρνητικών συνθηκών, η οποία βυθίζει την Κίνα βαθύτερα στην κρίση, καθώς οι κατασκευαστικές εταιρείες δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν γη - κάτι που αποτελούσε ανεξάντλητη πηγή εσόδων για τις φτωχότερες κινεζικές περιφέρειες - αλλά και οι κινεζικές τράπεζες εκτίθενται περισσότερο στις τρέχουσες διακυμάνσεις του στεγαστικού τομέα.

Στην κρίση του κινεζικού real estate θα πρέπει να προστεθούν, πρώτον, η μείωση της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγικότητας, και δεύτερον, η μείωση των κινεζικών εξαγωγών στο σύνολο τους προς τρίτες χώρες. Υπενθυμίζεται πως, ακριβώς όπως ισχύει για το κινεζικό real estate, έτσι και οι άλλοι δύο - κρίσιμοι για την κινεζική οικονομία - τομείς επηρεάστηκαν σε τεράστιο βαθμό από την πολιτική zero-Covid. Παρότι το Πεκίνο έχει καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επαναφέρει την κινεζική οικονομική δραστηριότητα στα προ-πανδημικά επίπεδα, η εμπιστοσύνη των αγορών στην κινεζική οικονομία έχει μειωθεί σημαντικά. Στη συγκεκριμένη συνθήκη συμβάλλει και το γεγονός πως οι σίνο-αμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο τους σημείο εδώ και δεκαετίες, ενώ η ΕΕ ετοιμάζεται να εφαρμόσει προστατευτικά μέτρα απέναντι στις εισαγωγές κινεζικών αυτοκινήτων, του μόνου τομέα δηλαδή που το Πεκίνο εξακολουθεί να διατηρεί εξαγωγικό πλεονέκτημα στο διεθνές εμπόριο.

Απρόβλεπτες συνέπειες

Το ερώτημα που γεννάται αφορά το κατά πόσον η παρατεταμένη κινεζική οικονομική κρίση θα έχει παγκόσμιες επιπτώσεις, καθώς η Κίνα παραμένει η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Στην παρούσα φάση πάντως, η μείωση της κινεζικής οικονομικής δραστηριότητας διατηρεί τις τιμές των προϊόντων σε χαμηλό σχετικά επίπεδο, κάτι που ευνοεί τους δυτικούς καταναλωτές. Για πολλούς επιχειρηματικούς κολοσσούς, η Κίνα αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου εργασιών τους, κάτι που σημαίνει πως οι τιμές των αγαθών που πουλάνε στην Κίνα αναγκαστικά περιορίζονται παρά τις πληθωριστικές τάσεις, συγκρατώντας παράλληλα και τις τιμές τους διεθνώς, σε έναν βαθμό. Επίσης, η μείωση της κινεζικής παραγωγικής δραστηριότητας συνεπάγεται με μειωμένη ζήτηση πρώτων υλών, κάτι που θα πλήξει μεν μεμονωμένους δυτικούς εξαγωγείς όπως την Αυστραλία, αλλά ευνοεί συνολικά τη Δύση καθώς αυξάνει τη συνολική προσφορά.

Σε κάθε περίπτωση, δε μπορούν να πραγματοποιηθούν μακροπρόθεσμες προβλέψεις σχετικά με τις παγκόσμιες επιπτώσεις μιας κινεζικής οικονομικής κρίσης, καθώς πρόκειται για ένα δυναμικό - και πρωτοφανές - φαινόμενο, το οποίο διατηρεί και έναν σαφή γεωπολιτικό - άρα και εξαιρετικά απρόβλεπτο - χαρακτήρα.