Στις νέες συνθήκες που έχει διαμορφώσει η εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη, με βάση τον οποίο ενοποιήθηκαν τα Πρωτοδικεία με τα Ειρηνοδικεία της χώρας, επιχειρεί να προσαρμοστεί η ελληνική δικαιοσύνη, με σκοπό την επιτάχυνση στην απονομή δικαίου και τον περιορισμό της ταλαιπωρίας των πολιτών.

Γράφει η Άννα Βλαχοπαναγιώτη

Προς την κατεύθυνση αυτή, το υπουργείο Δικαιοσύνης, με υπηρεσιακό έγγραφο προς τις κεντρικές έδρες των 63 Πρωτοδικείων και τις Εισαγγελίες της χώρας, ζητά τη διοικητική μέριμνα για καθημερινή παρουσία και υπηρεσία δικαστή και εισαγγελέα σε όλες τις παράλληλες έδρες των κεντρικών Πρωτοδικείων.

Αναφέρει συγκεκριμένα το σχετικό έγγραφο του υπουργείου: «Σύμφωνα με το ν. 5108/2024 τα δικαστικά καταστήματα, όπου απονέμεται πρωτοβάθμια πολιτική δικαιοσύνη στη χώρα, έχουν περιοριστεί σε 113 και συγκεκριμένα:

α) 56 έδρες Πρωτοδικείων,

β) 7 παράλληλες έδρες και

γ) 50 περιφερειακές έδρες.

Τόσο από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου όσο και από το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αδιαστίκτως προκύπτει η υποχρέωση καθημερινής υπηρεσίας δικαστή στην έδρα των Πρωτοδικείων, στην παράλληλη και περιφερειακή έδρα αυτών και Εισαγγελέα στην κεντρική και παράλληλη έδρα».

«Υπηρεσιακό καθήκον»

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης, το εν λόγω έγγραφο εστάλη μετά από παράπονα πολιτών και δικηγόρων για απουσία δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού, κυρίως από περιφερειακές δικαστικές έδρες.

«Επισημάναμε το αυτονόητο υπηρεσιακό τους καθήκον, για την εύρυθμη λειτουργία όλων των δικαστικών μεγάρων της επικράτειας. Η Ελλάδα, μόνο στον πρώτο βαθμό, έχει πάνω από 2.300 Πρωτοδίκες και Εισαγγελείς. Είναι αδιανόητο να μην μπορεί να προβλέπεται υπηρεσία για 113 δικαστικούς σχηματισμούς και 63 Εισαγγελίες», τονίζουν, και παράλληλα επισημαίνουν ότι «είναι αρμοδιότητα και καθήκον του υπουργού η μέριμνα για ένα πλέγμα διοικητικών υποχρεώσεων, που προσδιορίζεται από τον νόμο και αφορά στην εύρυθμη απονομή της Δικαιοσύνης και στην αυτονόητη αξίωση των πολιτών για άμεση πρόσβαση σε Δικαστή και Εισαγγελέα υπηρεσίας σε κάθε δικαστικό κατάστημα της χώρας».

Αντιδράσεις δικαστικών

Στο θέμα αναφέρθηκε με ανακοίνωσή της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Γεωργία Αδειλίνη, η οποία υποστηρίζει ότι «η ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών ανήκει στους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες της χώρας και κατ’ επέκταση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου» και συμπληρώνει ότι «η δικαστική ανεξαρτησία συνιστά θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και η διασφάλισή της αποτελεί καθήκον όλων μας, αποκλειομένης κάθε επέμβασης των άλλων δύο εξουσιών, για οποιονδήποτε λόγο και αν αυτή επιχειρείται, ακόμη και προς αντιμετώπιση υπαρκτών και σοβαρών προβλημάτων, όπως στην προκειμένη περίπτωση».

«Δεν είναι εφικτή, ούτε αναγκαία» η καθημερινή υπηρεσία δικαστών και εισαγγελέων στις περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων, απαντούν τα μέλη της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. «Πιστεύουμε ότι εφόσον υφίστανται περιφερειακές έδρες, ο διευθύνων το πρωτοδικείο θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρουσία προέδρου υπηρεσίας σε αυτές για την εκδίκαση προσωρινών διαταγών, διαταγών πληρωμής, η συχνότητα της οποίας (καθημερινή ή ορισμένη ημέρα της εβδομάδας) θα εξαρτάται από τις ανάγκες της συγκεκριμένης περιφερειακής έδρας, αλλά και τις υπηρεσιακές δυνατότητες (επαρκής αριθμός υπηρετούντων δικαστών)», επισημαίνουν σχετικά τα μέλη του συνδικαλιστικού οργάνου.

«Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία», σχολιάζει επί του θέματος η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος.

«Δεν παρεμβαίνουμε στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών αλλά στα αυτονόητα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Οι Δικαστές και Εισαγγελείς προφανώς είναι ανεξάρτητοι στην άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων», απαντούν στις αιτιάσεις των συνδικαλιστικών φορέων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από το αρμόδιο υπουργείο.

Μια μεγάλη τομή

Ο νέος δικαστικός χάρτης έχει τεθεί σε ισχύ από 16 Σεπτεμβρίου 2024 και αποτελεί το μεγάλο «στοίχημα» για τη χώρα μας, για τη δραστική αποσυμφόρηση των ελληνικών δικαστηρίων και τη γρηγορότερη εκδίκαση πολιτικών και ποινικών υποθέσεων. Για την ηγεσία του υπουργείου αποτελεί «τη μεγαλύτερη τομή στη δικαιοσύνη τα τελευταία 104 χρόνια», με γνώμονα τη βελτίωση των εθνικών δεικτών στην απονομή δικαιοσύνης. Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα απαιτούνταν κατά μέσο όρο 1.482 ημέρες για μια τελεσίδικη αστική υπόθεση και πλέον ο στόχος έχει τεθεί στο να βελτιωθεί αυτή η επίδοση και να φτάσει τις 900 ημέρες.