Η κατάσταση την οποία βιώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμές είτε το συλλαλητήριο για τα Τέμπη είτε τους σεισμούς στη Σαντορίνη, είναι πάνω-κάτω αυτή που είχαμε βιώσει πριν από περίπου δέκα χρόνια.
Στην κορύφωση δηλαδή της αντιμνημονιακής υστερίας και αυτού του ιδιότυπου εμφυλίου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ήρθε ως συνέχεια της πάνω και της κάτω πλατείας και των «αγανακτισμένων», οδηγώντας εντέλει στην «πρώτη φορά Αριστερά» και όσα δραματικά βίωσε στη συνέχεια ο τόπος – ειδικά στο πρώτο εξάμηνο του 2015 και τις κατά Τσίπρα «αυταπάτες» της τότε διακυβέρνησης.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Αυτόκλητοι υπερασπιστές, τάχα, του δικαίου και εμπειρογνώμονες του πληκτρολογίου κατακλύζουν τώρα τη δημόσια σφαίρα και έχουν ένα κοινό σημείο: το μένος τους κατά της κυβέρνησης, η οποία –πάντα κατά τη δική τους γνώμη– τα κάνει όλα λάθος και κρύβει ντοκουμέντα που την ενοχοποιούν.
Με αποτέλεσμα και η αντιπολίτευση να σπεύδει να αξιοποιήσει αυτές τις επιπόλαιες αντιδράσεις και να επιχειρεί να εγείρει πολιτικό ζήτημα είτε παίζοντας με τον πόνο των συγγενών των 57 θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη είτε με τον φόβο και την αγωνία των κατοίκων της Σαντορίνης και άλλων γειτονικών νησιών του Αιγαίου.
Εμμονικά επικίνδυνοι
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι από τη μία πλευρά έχουμε μια υπόθεση που αν μη τι άλλο χρήζει διερεύνησης και γι’ αυτό έχει ήδη επιληφθεί η Δικαιοσύνη και ουδείς άλλος. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια ακόμη υπόθεση για την οποία πρέπει να μιλούν μόνο οι ειδικοί και κανείς άλλος, ενώ για πρώτη φορά βλέπουμε με αντικειμενικούς όρους την πολιτεία να δρα προληπτικά και να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των κατοίκων και την αντιμετώπιση μιας πιθανής φυσικής καταστροφής.
Και ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, ήτοι αυτή της Σαντορίνης, βλέπουμε το εξής οξύμωρο: να κατηγορείται η κυβέρνηση, ενώ στην πραγματικότητα κάνει αυτό ακριβώς για το οποίο την κατηγορούσαν στο παρελθόν, κατόπιν εορτής. Ότι δηλαδή λαμβάνει προληπτικά μέτρα και μέτρα προστασίας και δεν ενεργεί απλώς για να διαχειριστεί την κρίση και την καταστροφή, κατόπιν εορτής.
Σε ό,τι αφορά εξάλλου την υπόθεση των Τεμπών, το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι κήνσορες αυτοί συντάσσονται με αντιδημοκρατικές απόψεις για απόδοση δικαιοσύνης από τον όχλο και όχι από τον φυσικό δικαστή. Αγνοούν, τάχα, ότι η Δικαιοσύνη έχει επιληφθεί της υπόθεσης και τη διερευνά και ισχυρίζονται με ισοπεδωτική λογική ότι είναι διεφθαρμένη, όπως και οι λειτουργοί της, και γι’ αυτό θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε λαϊκά δικαστήρια.
Δεν τους ενδιαφέρει καν η άλλη άποψη, παρά μόνο η δική τους και κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι έγκυρο αποδεικτικό στοιχείο οτιδήποτε χαλά το δικό τους αφήγημα – όπως συνέβη, π.χ., με τα τελευταία βίντεο που είδαν το φως της δημοσιότητας και καταρρίπτουν όσα έχουν γίνει θρύλος πια περί «παράνομων φορτίων» της εμπορικής αμαξοστοιχίας ή το «λαθρεμπόριο» που ήταν, τάχα, αιτία για την καταστροφή.
Επιλεκτικές ευαισθησίες
Όλοι αυτοί είναι οι ίδιοι άνθρωποι που καλούν στη μετατροπή των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας για την τραγωδία των Τεμπών σε συλλαλητήρια κατά της κυβέρνησης. Ή που… παρακαλούν για μια καταστροφή στη Σαντορίνη, ούτως ώστε να σπεύσουν μετά να καταγγείλουν την ανυπαρξία, τάχα, του κρατικού μηχανισμού και να κατακεραυνώσουν την κυβέρνηση, μολονότι δεν είχαν την ίδια ευαισθησία ασφαλώς στο πρόσφατο παρελθόν και σε ανάλογες καταστροφές.
Είναι αυτοί που υποθάλπουν μια άνευ προηγουμένου τοξικότητα στη δημόσια σφαίρα και σπεύδουν να απαξιώσουν οποιαδήποτε άλλη, αντίθετη με αυτούς άποψη ως κατευθυνόμενη από την κυβέρνηση ή αποτέλεσμα της επιρροής της. Μόνο που «δεν είναι έτσι, επειδή έτσι νομίζετε»…