Σε παράγοντα Χ των επόμενων εκλογών αναμένεται να εξελιχθεί η Μαρία Καρυστιανού, της οποίας όμως οι πολιτικές κινήσεις, πέρα από ενδιαφέρον, προκαλούν και εύλογα ερωτήματα.
Οι τελευταίοι δύο μήνες αποκάλυψαν μια πορεία γεμάτη πολιτικές αντιφάσεις, όπως βεβαιώνουν ακόμη και άνθρωποι με τους οποίους συνομιλούσε όπως ο Νίκος Καραχάλιος. Από τη μια ισχυρίζεται πως δεν θέλει καμία σχέση με κόμματα, από την άλλη ήρθαν στο φως συνομιλίες με πρόσωπα του παλιού αντιμνημονιακού χώρου, όπως ο Νίκος Νικολόπουλος, ενώ οι φήμες περί ενδιαφέροντος από τον Πάνο Καμμένο φούντωσαν τον δημόσιο διάλογο. Ταυτόχρονα, το όνομά της συνδέθηκε –άλλοτε από τρίτους, άλλοτε από υπαινιγμούς–με το υπό διαμόρφωση «Κύμα». Ωστόσο, η ίδια κατηγορηματικά τα διέψευδε!
Το ίδιο, μάλιστα, έκανε και στην πρόσφατη συνέντευξή της στο TV100, όπου ναι μεν επιχείρησε να βάλει μια τάξη, αλλά τελικά ανέδειξε ακόμη περισσότερο το θολό πλαίσιο. Από τη μια δηλώνει ότι «η λύση θα δοθεί μόνο μέσα από την κοινωνία» και ότι το νέο εγχείρημα πρέπει να διαμορφωθεί εκτός πολιτικού συστήματος. Από την άλλη, υπογραμμίζει με νόημα ότι το «κίνημα πολιτών» έχει ήδη ξεκινήσει, ότι «μαζεύονται σε κάθε πόλη», ότι η ίδια το στηρίζει, αλλά δεν γνωρίζει αν θα ηγηθεί σε αυτό.
Η φράση «Δεν ξέρω αν θα βγω μπροστά, αν μου το πει η κοινωνία» συμπυκνώνει, σύμφωνα με αρκετούς, μια δεδομένη διστακτικότητα. Αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο, ενώ ταυτόχρονα μεταθέτει την ευθύνη απόφασης σε ένα απροσδιόριστο συλλογικό αίσθημα. Αυτή η στάση μπορεί να γίνει κατανοητή σε προσωπικό επίπεδο –καμία μάνα που έχασε το παιδί της δεν μπορεί να πιεστεί να πάρει πολιτικές αποφάσεις– αλλά ως δημόσιο μήνυμα δημιουργεί ασάφεια, κυρίως σε όλους όσοι περιμένουν να κάνει την κίνησή της.
Η υπόθεση του «Κύματος» είναι χαρακτηριστική. Η πρωτοβουλία παρουσιάστηκε από τους εμπνευστές της ως χώρος έκφρασης της οργής και της κοινωνικής αντιπολίτευσης, ως προσπάθεια που μπορεί να συγκροτήσει ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Το γεγονός ότι, μέσα στις πρώτες ώρες, συγκέντρωσε εντυπωσιακή διαδικτυακή απήχηση, δημιουργούσε την αίσθηση μιας μαζικής δυναμικής. Ωστόσο, η κυρία Καρυστιανού τελικά έδειξε να κρατά αποστάσεις, με τον Ν. Καραχάλιο πάντως να επιμένει ότι το κίνημα είναι ανοικτό για την ίδια, αν και εφόσον θέλει να συμμετάσχει.
Ένα από τα βασικά ζητήματα, όπως έχει αποκαλύψει ο κ. Καραχάλιος στο «Μ», είναι και το ζήτημα της σχέσης της με άλλους συγγενείς των θυμάτων. Η ίδια αναγνωρίζει ότι πολλοί από αυτούς δεν επιθυμούν καμία κομματική εμπλοκή. Ως φαίνεται, όσο υπάρχει διαφωνία στη «μεγάλη οικογένεια» των θυμάτων, οποιαδήποτε κίνηση θα παραμένει ημιτελής, ασταθής και ευάλωτη σε επικρίσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα τοποθέτηση της Καρυστιανού κλείνει κάποιες πόρτες, αλλά ανοίγει άλλες. Απορρίπτει κάθε συνεργασία με «το υπάρχον πολιτικό σύστημα», στέλνοντας μήνυμα αποστασιοποίησης από πρόσωπα με τα οποία η ίδια φερόταν μέχρι πρότινος να συζητά. Την ίδια στιγμή, περιγράφει ένα κίνημα που χτίζεται «από τα κάτω», χωρίς όμως να διευκρινίζει ποιοι το οργανώνουν, ποιος παίρνει αποφάσεις, ποιο είναι το περιεχόμενό του και ποιος έχει τη θεσμική ευθύνη.
Η κυρία Καρυστιανού βρίσκεται αναπόφευκτα σ’ ένα δύσκολο σταυροδρόμι. Η δύναμη με την οποία μίλησε μετά την τραγωδία των Τεμπών της προσέδωσε ένα κύρος που δεν ζητάει κανείς να το διαχειριστεί «σωστά», αλλά από τη στιγμή που η συζήτηση περνά στο πεδίο της πολιτικής, οι κινήσεις της, όσο προσεκτικές κι αν είναι, δεν μπορεί να μένουν ασχολίαστες, ειδικά από ανθρώπους που σε διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης τη «φοβούνται» και από τους οποίους μπορεί να «κόψει» ψηφοφόρους.
Στο τέλος της ημέρας, αυτό που αποτυπώνεται ξεκάθαρα είναι ένα πρόσωπο που καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση. Την ηθική απαίτηση της κοινωνίας για δικαιοσύνη και την ανάγκη να αποφευχθεί η εκμετάλλευση ενός συλλογικού τραύματος. Είτε προχωρήσει είτε όχι, οι δηλώσεις της κυρίας Καρυστιανού υπενθυμίζουν ότι στην πολιτική απαιτούνται δύσκολες αποφάσεις, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ληφθούν.