Με «μικρό καλάθι» προσέρχεται η ελληνική πλευρά στη σημερινή διαπραγμάτευση με την αιγυπτιακή, στο Κάιρο, για το καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά.
Οι συζητήσεις των δύο αντιπροσωπειών, των οποίων ηγούνται οι υπουργοί Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης και Μπαντρ Αμπντελάτι αντιστοίχως, διεξάγονται στη σκιά της απόφασης της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης και λόγω της δημοσιότητας που έλαβε η υπόθεση θα έχουν στραμμένα τα φώτα των προβολέων πάνω τους. Κάτι που –όπως επισημαίνουν αρμόδιοι αξιωματούχοι– δυσκολεύει τους εκατέρωθεν χειρισμούς αλλά και τους (όποιους) ελιγμούς χρειάζονται για την επίτευξη συμφωνίας.
Τις περιορισμένες προσδοκίες της Αθήνας περιέγραψε ο κ. Γεραπετρίτης (στο συνέδριο του in.gr), χαρακτηρίζοντας τη σημερινή συνάντηση «δύσκολη διπλωματική», εκφράζοντας παράλληλα τη «συγκρατημένη αισιοδοξία» του για τη διασφάλιση μιας συμφωνίας που θα εξασφαλίζει «τόσο το ιδιοκτησιακό όσο και το λατρευτικό κομμάτι» της Μονής.
Στην Αίγυπτο, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συνοδεύεται από τον επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Γιώργο Καλαντζή, την προϊσταμένη της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, Αρτέμιδα Παπαθανασίου και μια αξιωματούχο του υπουργείου Πολιτισμού. Τις περασμένες ημέρες η ελληνική αντιπροσωπεία πραγματοποίησε συσκέψεις.
Στη διαπραγμάτευση, η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει μια συμφωνία με βάση τον διακανονισμό που είχαν πετύχει τα δύο μέρη τον περασμένο Φεβρουάριο, ο οποίος αναγνώριζε ιδιοκτησία της Μονής τόσο επί των λατρευτικών χώρων όσο και επί των 71 εκτάσεων πέριξ αυτής. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το κείμενο που συμφωνήθηκε τότε ήταν ένας «αξιοπρεπής» συμβιβασμός που είχε αφήσει ικανοποιημένες και τις δύο πλευρές.
Ωστόσο, της υπογραφής του προηγήθηκε η απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης που αναγνωρίζει κατοχή αλλά όχι ιδιοκτησία της Μονής επί των λατρευτικών χώρων, ενώ περιγράφει ότι στις πέριξ αυτής εκτάσεις η Μονή δεν έχει καμία ιδιοκτησία. Είναι προφανές ότι η δικαστική απόφαση δυσκολεύει τη διαπραγμάτευση, δεδομένου ότι δίνει στους Αιγύπτιους ένα ισχυρό «πάτημα» (σ.σ.: ή τετελεσμένο κατά τη διπλωματική διάλεκτο) προκειμένου να διαμορφώσουν μια συμφωνία όπως την επιθυμούν.
Υπό τις τρέχουσες συνθήκες και δεδομένων ορισμένων δυσκολιών στις διμερείς σχέσεις (που αρκετές φορές λόγω των αμφοτέρω στρατηγικών διακηρύξεων περνούσαν κάτω από τα ραντάρ), αρμόδιες πηγές εκτιμούσαν ότι η εξασφάλιση –σε πρώτη φάση– της ιδιοκτησίας των λατρευτικών χώρων από τη Μονή θα αποτελούσε σημαντικό κέρδος.
Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησε την ελληνική αντιπροσωπεία, πέραν της προετοιμασίας για τις σημερινές διαπραγματεύσεις, ήταν ο λόγος και ο χρονισμός της δικαστικής απόφασης. «Γιατί δημιούργησαν τώρα το ζήτημα με το Σινά» διερωτώντο ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι εκτιμούσαν ότι η Αίγυπτος αρχικά υποτίμησε την υπόθεση μη αντιλαμβανόμενη ότι «χτυπά» κάτι που αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο για την Ελλάδα όπως η Ορθοδοξία.
Οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι η συμπεριφορά της Αιγύπτου εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία της. Και αυτό δεν είναι κάτι απλό, δεδομένου του στρατηγικού χαρακτήρα των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων αλλά και της διακηρυγμένης συναντίληψης περί των περιφερειακών απειλών και προκλήσεων.
Οπωσδήποτε, σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές της ελληνικής διπλωματίας, καθίσταται σαφές ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Αθήνας και του Καΐρου να «τινάξουν» τις σχέσεις τους. Τούτο, δεν σημαίνει πως η ελληνική πλευρά προσέρχεται στη διαπραγματευτική διαδικασία με υποχωρητική λογική.